The Riding Project Epirus


Το χρονικό

21 Σεπτεμβρίου 2020

Βουργαρέλι, Μέτσοβο, λίμνη πηγών Αωού, Πάπιγκο, Κόνιτσα, Τσεπέλοβο, Ιωάννινα, Πάργα και Πρέβεζα. Σημεία σταθμοί και περάσματα, σε ένα ταξίδι-γνωριμία με την Ήπειρο. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που θα ήθελα να δω και δεν είδα. Κάτι που θα ήθελα να γευτώ και δεν γεύτηκα. Κάτι που θα ήθελα να κάνω και δεν έκανα. Η Ήπειρος μας τα προσέφερε όλα!

Φορτώσαμε ποδήλατα και κινηματογραφικό εξοπλισμό στις 31 του Ιούλη. Για πρώτη φορά, ο δεύτερος ήταν πιο ακριβός και πολυτελής από τον πρώτο. Σκοπός μας ήταν να μεταφέρουμε όσο πιο αναλλοίωτη την εικόνα αυτού του ταξιδιού και του εγχειρήματος. Αυτού που αποκαλούμε “The Riding Project”.

Ο Αύγουστος μας βρήκε στον φιλόξενο χώρο του Rouista Tzoumerka Resort, έναν μοναδικό ξενώνα στην πλαγιά του Βουργαρελίου που υπνωτίζει με τη φιλοξενία του τον επισκέπτη. Καθώς φαίνεται υπνώτισε και μας, που πέρυσι, κατά τη διάρκεια του Riding Project/Central Greece (www.youtube.com/watch?v=12k1qTxBOqE) περάσαμε μια νύχτα στα υπέροχα δωμάτιά του, την οποία θελήσαμε να επαναλάβουμε.

Μείναμε δυο βράδια στο Βουργαρέλι, γεμίζοντας μπαταρίες για τη συνέχεια. Επίσημα, το ταξίδι θα ξεκινούσε την Κυριακή από το Βουργαρέλι για το Μέτσοβο, έτσι είχαμε το Σάββατο ελεύθερο για μια βόλτα μέχρι τα Θεοδώριανα και το εργοστάσιο εμφιάλωσης των Πηγών Κωστηλάτας. Ένα αμιγώς ηπειρώτικο νερό, με πηγές σε υψόμετρο 1400 μέτρων, θα μας συνόδευε σε ένα αμιγώς ηπειρώτικο ταξίδι.

Μετά την επίσκεψη μας στο εντυπωσιακό εργοστάσιο που ατενίζει από ψηλά τις πλαγιές των Τζουμέρκων, συνεχίσαμε ανηφορίζοντας προς τον αυχένα του βουνού, στον δρόμο που ενώνει τα Θεοδώριανα με το Αθαμάνιο. Η ανάβαση οδηγεί σε υψόμετρο 1400 μέτρων και περιλαμβάνει χωμάτινα τμήματα. Αξίζει τον κόπο, μιας και η θέα που χαρίζει είναι μαγευτική.

Τα μόνα αυτοκίνητα που διασχίζουν αυτό τον δρόμο -κατά κύριο λόγο- είναι τα φορτηγά των Πηγών Κωστηλάτας. Παρ’ όλα αυτά, η κατάβαση προς το Αθαμάνιο είναι ιδιαίτερα απαιτητική, με κακό οδόστρωμα και χωμάτινα τμήματα. Η εναλλαγή του τερέν ήταν πολύ σύντομη, με αποτέλεσμα τα ελαστικά να μην προλαβαίνουν να καθαρίσουν από τη σκόνη. Οι κλειστές στροφές, η έντονη κλίση, η καυτή μεσημεριανή άσφαλτος και η σκόνη, δεν άργησαν να φέρουν την κακή στιγμή. Είχαμε σπάσει σε δύο μέρη, με τον Γιώργο να κατηφορίζει λίγο πιο ήρεμα και να υπολείπεται κατά 200μ. Παρ’ όλα αυτά, τόσο αυτός όσο και εγώ, νιώσαμε το καυτό φιλί της ασφάλτου σχεδόν ταυτόχρονα. Εγώ είχα μόνο εκδορές σε σώμα και ποδήλατο, ενώ ο Γιώργος στην πτώση στράβωσε και το νύχι του ποδηλάτου.

Η αδρεναλίνη και το ρίσκο είναι κομμάτι του αθλήματός μας, χωρίς να χρονοτριβήσουμε σε μάταιες συζητήσεις για το «τι θα γινόταν αν» συνεχίσαμε στον δρόμο για το Αθαμάνιο. Τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και εγώ, σπρώχναμε τον φίλο μας υπομονετικά στον δρόμο της επιστροφής, ώστε να μην κουνήσει τα πετάλια και κάνει μεγαλύτερη ζημιά.

Επιστρέψαμε, με μερικά εγκαύματα και βλάβες εξοπλισμού στο Βουργαρέλι, αλλά ήμαστε ακόμη απόλυτα ικανοί να ποδηλατίσουμε. Όσο για το νύχι στο ποδήλατο του Γιώργου, σαρώσαμε όλη την Ήπειρο για ανταλλακτικό και τελικά η βοήθεια ήρθε από τα Τρίκαλα και το κατάστημα Vaskos Bikes, που φέρει το όνομα ενός από τους εν ζωή θρύλους του αθλήματός μας. Θα το έφερνε σε ένα σημείο της αυριανής μας διαδρομής ο φίλος και σωτήρας μας στη συγκεκριμένη περίπτωση, Κώστας Τζάνης.

Με ακμαίο ηθικό και έχοντας λύσει όλα τα προβλήματα που μας παρουσιάστηκαν, ετοιμαστήκαμε για ένα μοναδικό βραδινό γεύμα στο Rouista κατά την πρώτη μέρα λειτουργίας του νέου του εστιατορίου, με προσεγμένα πιάτα και ποιοτικά προϊόντα.

Ημέρα 1η, 100 χλμ, 2200 μ. υψομετρικής διαφοράς

Το επόμενο πρωί πήραμε τον δρόμο για Μέτσοβο, κάνοντας μια στάση στο Φράγμα της Μεσοχώρας για την επισκευή του ποδηλάτου του Γιώργου. Χάσαμε αρκετό χρόνο, μα άξιζε τον κόπο, γιατί από εκεί και έπειτα ο Γιώργος θα μπορούσε να ποδηλατίσει και πάλι.

Επέλεξε να μην το κάνει άμεσα, καθώς για τα επόμενα 15 χιλιόμετρα θα ακολουθούσαμε τον ποταμό Αχελώο έως τη Γέφυρα Αλεξίου, μέσω ενός αγνώστου ποιότητας χωματόδρομου. Κινηθήκαμε προς το χωριό Αρματολικό και βρεθήκαμε δυτικά του ποταμού σε ένα τερέν-παράδεισο για ποδηλασία gravel. Η ποταμόπετρα σύντομα έδωσε τη θέση της στο κοκκινόχωμα και τον πλέον κλασικό σχιστόλιθο με τις καταστροφικές ιδιότητες για τα ποδηλατικά ελαστικά. Δύο φορές χρειάστηκε να σταματήσουμε και να επιδιορθώσουμε, όμως άξιζε τον κόπο. Ιτιές, λεύκες, σκλήθρα και πλατάνια μας συνόδευαν σε όλη τη διάρκεια της χωμάτινης διαδρομής μας, με τον Αχελώο να μας γουργουρίζει από απόσταση.

Μετά τη γέφυρα Αλεξίου, συνεχίσαμε να κινούμαστε βόρεια, ακολουθώντας τον ποταμό από την ανατολική του όχθη πλέον. Η άσφαλτος είχε αντικαταστήσει τον χωματόδρομο και ο δρόμος ανηφόριζε με πορεία προς το ορεινό χωριό Χαλίκι.

Το Φράγμα της Μεσοχώρας ξεκίνησε να κατασκευάζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και λόγω ελλιπούς κατασκευαστικής μελέτης, ένα έργο για το οποίο η ΔΕΗ υπολογίζει πως έχει δαπανήσει σχεδόν 500 εκ. ευρώ, παραμένει ανενεργό και ερειπωμένο με απόφαση του ΣτΕ.

Χτισμένο σε υψόμετρο 1150 μέτρων, το Χαλίκι αποτελεί το δυτικότερο χωριό του νομού Τρικάλων και της Θεσσαλίας. Από εκεί, ο δρόμος συνεχίζει να ανηφορίζει σε μια άδενδρη περιοχή όπου το γρασίδι και οι αγελάδες συνθέτουν ένα άκρως γραφικό, βουκολικό τοπίο, έως τον Αυχένα Σκαφιδά. Από εκεί και έπειτα, κατέβαινε προς το Ανήλιο Μετσόβου μέσα από μια κατάφυτη, απαιτητική κατάβαση. Ήταν το πιο εντυπωσιακό τμήμα της διαδρομής, αν και “λαθραία” ο γύρος της Ηπείρου είχε για λίγο περάσει τα θεσσαλικά σύνορα. Βρεθήκαμε έξω από το Μέτσοβο, ατενίζοντας το χτισμένο στην ιδιωτική του πλαγιά, Grand Forest Metsovo, το ξενοδοχείο που περίμενε να μας λυτρώσει από την κούραση της πρώτης ημέρας.

Ένα λουκούλλειο γεύμα και μια βόλτα στην κατάμεστη πλατεία του Μετσόβου, έκλεισαν την πρώτη μέρα του ταξιδιού μας.

Ημέρα 2η, 142 χλμ

Το επόμενο πρωί μάς βρήκε να πίνουμε το καφεδάκι μας στην ίδια πλατεία, ξαποσταίνοντας από την κοπιαστική ανάβαση που χρειάστηκε να κάνουμε με το “καλημέρα“. Ο δρόμος από το Grand Forest προς το Μέτσοβο περνάει από το Ανήλιο και το πρωινό που απολαύσαμε πάνω από την πισίνα του πολυτελέστατου ξενοδοχείου μας, βρήκε ευκαιρία να μας εκδικηθεί μόλις οι κλίσεις ανέβηκαν σε διψήφια νούμερα.

Αφήσαμε πίσω το Μέτσοβο και τις αρκούδες του, οδεύοντας προς τη λίμνη πηγών Αώου. Μια τεχνητή λίμνη έκτασης 11,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε υψόμετρο 1350 μέτρων. Ένα στολίδι σε ένα ήδη εντυπωσιακό καμβά χρωμάτων.

Συνεχίσαμε με πορεία προς τα δυτικά, στα χωριά, ΦλαμπουράριΔίλακκοΚαστανώνας και Φραγκάδες. Εισήλθαμε στο Ζαγόρι από τα ανατολικά, κινούμενοι σε υψόμετρο μεταξύ 800 και 1100 μέτρων. Η θερμοκρασία ήταν εξαιρετική για αυγουστιάτικη ποδηλατάδα και το τοπίο εξαφάνιζε την κούραση. Πέτρινα γεφύρια και γραφικοί οικισμοί έκαναν το μάτι να τρέχει να προλάβει τις εικόνες.

Μια στάση στους Κήπους, ένα χωριό με έντονη την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Ζαγορίου, μας έδωσε δύναμη για το δεύτερο σκέλος της διαδρομής.

Πέσαμε σε υψόμετρο 750 μέτρων για να ανηφορίσουμε ξανά μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αρίστη. Οι δρόμοι του Ζαγορίου εν γένει δεν έχουν μεγάλες αναβάσεις. Το έδαφος αλλάζει γρήγορα κλίσεις κρατώντας σε εγρήγορση τον αναβάτη.

Μια πολύ γρήγορη κατάβαση μας έβαλε στο χωριό. Η Αρίστη, χτισμένη σε υψόμετρο 642 μ. απέχει μόλις 13 χιλιόμετρα και είναι μια καλή επιλογή για ανεφοδιασμό πριν την τελική φιδογυριστή ανάβαση του Πάπιγκου.

Από την Αρίστη προς το Πάπιγκο, ο δρόμος κατηφορίζει για δύο χιλιόμετρα έως τον ποταμό Βοϊδομάτη, και έπειτα ανηφορίζει σε μία επική ανάβαση περίπου δέκα χιλιομέτρων μέχρι την είσοδο του Μεγάλου Πάπιγκου.

Οι 19 φουρκέτες της ανάβασης βάζουν και βγάζουν συνεχώς από το κάδρο του αναβάτη τους μεγαλοπρεπείς Πύργους της Αστράκας, τις κορυφές της Τύμφης που δεσπόζουν πάνω από το χωριό σε υψόμετρο περίπου 2000 μέτρων και αποτελούν το βασικό χαρακτηριστικό τόσο του Μεγάλου όσο και του Μικρού Πάπιγκου.

Τα πέτρινα καλντερίμια του χωριού, μας οδήγησαν στην αυλή του Αυραγόνιου, ενός παραδοσιακού ξενώνα γεμάτου με αίθρια και μικρά σπιτάκια που διατηρούν αναλλοίωτη την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου.

Εν αναμονή της έλευσης της αυγουστιάτικης πανσελήνου, οι Πύργοι μαγνήτιζαν τα βλέμματα, κρατώντας τους θεατές σε αναμονή και φανερώνοντας το ολόγιομο φεγγάρι 25 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα.

3η ημέρα, 148 χλμ, 2900 μ. υψομετρικής διαφοράς

Το επόμενο πρωί, ένα πλουσιοπάροχο γεύμα υπό το βλέμμα των Πύργων μας γέμισε ενέργεια για την πιο απαιτητική ημέρα του ταξιδιού, το πέρασμα μας από το Γεωπάρκο Βίκου-Αωού στον δρόμο προς τα Γιάννενα.

Η πρώτη στάση ήρθε σχεδόν αμέσως μετά την εκκίνηση, στο γεφύρι του Βοϊδομάτη.

Αφήσαμε τα ποδήλατα και μπήκαμε διστακτικά στο νερό μέχρι τον αστράγαλο. Ο Βοϊδομάτης, που έχει πάρει το όνομά του από τις σλαβικές λέξεις voda, που σημαίνει νερό και mati, που σημαίνει πηγή, χαρακτηρίζεται ως ένας από τους καθαρότερους ποταμούς της Ευρώπης και το νερό του είναι τόσο παγωμένο που μετά από τη βύθιση κάθε μέλους του σώματος μπορεί κανείς να προβεί άμεσα σε ακρωτηριασμό χωρίς να αισθανθεί απολύτως τίποτα! Ως αποτέλεσμα, οι πιο θαρραλέοι της παρέας μπήκαν στο νερό μέχρι το γόνατο και κέρδισαν τον θαυμασμό όσων αρκέστηκαν σε ελαφριά εμβάπτιση του αστραγάλου.

Καβαλήσουμε ξανά και πήραμε τον δρόμο για Αρίστη και Κόνιτσα. Τα πρώτα λεπτά ήταν βγαλμένα από τους χειρότερους ποδηλατικούς μας εφιάλτες. Ο δρόμος για τα επόμενα δύο χιλιόμετρα ήταν έντονα ανηφορικός, η θερμοκρασία σε συνδυασμό με την υγρασία του ποταμού ανέβαζαν τον πήχη σε επίπεδο καζανιού της κολάσεως και το νοστιμότατο πρωινό που απολαύσαμε λίγα χιλιόμετρα πιο πίσω, διέγραφε ανοδική πορεία στον οισοφάγο μας. Το χθεσινό σενάριο επαναλαμβανόταν. Από τη μία έχεις μπροστά σου όλες αυτές τις υπέροχες γεύσεις και από την άλλη έχεις μια ανάβαση να έρχεται νωρίτερα από όταν πρέπει.

Η ανάβαση τελείωσε – ευτυχώς – σύντομα και πήραμε το δρόμο για Κλειδωνιά. Βγήκαμε στην εθνική οδό Κοζάνης-Ιωαννίνων και με δυνατό ρυθμό φτάσαμε στο γεφύρι της Κόνιτσας. Ένα μονότοξο γεφύρι ύψους 19.25 μέτρων που στολίζει εδώ και ενάμισι αιώνα το ποτάμι του Αωού.

Αφήνοντας το γεφύρι πίσω μας, μπήκαμε στην Κόνιτσα και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε, σε μια από τις μεγαλύτερες αναβάσεις της ημέρας και του ταξιδιού. Για 13 χιλιόμετρα ανηφόριζε ο δρόμος στις πλαγιές της Τραπεζίτσας, ενός ορεινού όγκου που συνδέεται με τον Σμόλικα μέσω του περάσματος Στενό. Διασχίσαμε το Στενό μετά από μια εντυπωσιακή κατάβαση και βρεθήκαμε σε ένα μοναδικό περιβάλλον με μαυρόπευκα, πανύψηλα ρόμπολα και οξιές. Στα δεξιά μας, ένας απόκρημνος γκρεμός μας χώριζε από τις πλαγιές της Τύμφης.

Φτάσαμε στο Ελεύθερο και ανηφορίσαμε ξανά για 4 χιλιόμετρα έως το Παλαιοσέλλι, σε υψόμετρο 1080μ. Δέκα κατηφορικές φουρκέτες μας οδήγησαν στη γέφυρα του Αωού. Με κάθε μετρό κατάβασης η θερμοκρασία αυξανόταν και τα παγούρια μας είχαν αδειάσει ολοκληρωτικά από νερό. Περάσαμε τη νέα γέφυρα του Αωού και αφήνοντας πίσω μας τον Σμόλικα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε ξανά στις πλαγιές της Τύμφης. Φερτές ύλες από τις πρόσφατες καταιγίδες είχαν μετατρέψει τον δρόμο σε χωμάτινο μονοπάτι και με τις κλίσεις να φτάνουν του 8%, χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να προχωρήσουν τα 25άρια και 28άρια ελαστικά μας.

Το Βρυσοχώρι με τις πηγές του βρέθηκε σαν όαση μπροστά μας, κάνοντας ευκολότερη τη συνέχεια της ανάβασης. Περάσαμε το Ηλιοχώρι και κάναμε μια σύντομη στάση για προβατίνα με τηγανητές πατάτες (το μενού ήταν μια απρόσμενη έκπληξη!) στις Σαρακατσάνικες Στάνες.

Οι καλύβες που βρίσκονται στον περιφραγμένο χώρο, στην περιοχή του Γυφτόκαμπου, αποτελούν μουσειακό είδος μιας, όχι και τόσο μακρινής, εποχής. Οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου μετακινούνταν από τους ορεινούς όγκους της Πίνδου στις εύφορες πεδιάδες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, ασκώντας τη νομαδική και την ημινομαδική κτηνοτροφία και αναπτύσσοντας έναν ιδιαίτερο κτηνοτροφικό, νομαδικό και ορεινό πολιτισμό. Η έκταση έχει παραχωρηθεί από το Υπ. Γεωργίας, κατά χρήση, από το Δημόσιο δάσος περιοχής Δ.Δ. Σκαμνελίου, στην Αδελφότητα Σαρακατσαναίων Ηπείρου και έχει καθιερωθεί από το έτος 1979 και κάθε χρόνο, να γίνεται πανηπειρωτικό αντάμωμα Σαρακατσαναίων και όχι μόνον, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Δυστυχώς, ενώ φτάσαμε στις Στάνες την κατάλληλη στιγμή, στερηθήκαμε το γλέντι λόγω ιού.

Αφήσαμε πίσω μας τις στάνες, κάναμε ακόμα μια σύντομη στάση στον φίλο Άκη και το Free Inn Zagori, ένα χώρο που ο ίδιος αποκαλεί “ελευθεριακό πανδοχείο”, όπου ο καθένας μπορεί να μείνει δίνοντας ως αντίτιμο το ποσό που αυτός πιστεύει πως αξίζει η διαμονή του και κινήσαμε για το γραφικότατο Τσεπέλοβο, έναν μοναδικό οικισμό, που υπήρξε διοικητικό κέντρο του Ζαγορίου από τον 18ο αιώνα και ήκμασε εμπορικά κατά τα οθωμανικά χρόνια, ιδιαίτερα λόγω του εμπορίου ξυλείας.

Δεν προλάβαμε να απολαύσουμε το Τσεπέλοβο, καθώς το drone μας πιάστηκε στην κορυφή ενός δέντρου και περάσαμε την επόμενη μιάμιση ώρα ψάχνοντας να το βρούμε, σκαρφαλωμένοι σε μια απόκρημνη πλαγιά του δάσους.

Όσες γραμμές και αν γράψω σχετικά με αυτό το συμβάν, δεν θα μπορέσω να μεταδώσω το άγχος που μας διαπέρασε τόσο για τον πιθανό χαμό του drone που θα στερούσε πλάνα από το ντοκιμαντέρ μας, όσο και για έναν μοιραίο τραυματισμό ή μια πτώση από τον γκρεμό.

Ο ήλιος έδυε όταν ανεβήκαμε ξανά στις σέλες μας. Ευτυχώς, το drone είχε βρεθεί και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Μπήκαμε στην πόλη των Ιωαννίνων από τη βορεινή πλευρά και κινηθήκαμε προς τη Φρότζου Πολιτεία, ανηφορίζοντας στον λόφο της Αγίας Τριάδας, με τις σκιές γύρω μας να μακραίνουν. Μια μεγάλη μέρα έφτανε στο τέλος της. Η Φρότζου Πολιτεία, ένα παραδοσιακό τουριστικό συγκρότημα με ξενοδοχείο Α’ κατηγορίας, υποδέχτηκε την πιο ταλαιπωρημένη εκδοχή μας.

4η ημέρα, 112 χλμ, 1764 μ. υψομετρικής διαφοράς

Αφήσαμε πίσω μας τα Γιάννενα με τη μέρα να μην θυμίζει σε τίποτα Αυγουστιάτικο πρωινό. Μαύρα σύννεφα και δυνατοί άνεμοι κυριαρχούσαν πάνω από τη λίμνη. Ήταν βέβαιο πως θα μας πιάσει η βροχή, αλλά δεν γνωρίζαμε το σημείο στο οποίο αυτό θα συνέβαινε. Κινηθήκαμε προς τη Δωδώνη, ανηφορίζοντας από το ύψος της Πεδινής. Η συγκεκριμένη ανάβαση, με τις εναλλασσόμενες, έντονες κλίσεις, ήταν η πρώτη πρόκληση στον Γύρο Ελλάδας του 2011, με εκκίνηση και πάλι τα Γιάννενα.

Πριν από την κορυφή, ήρθαν οι πρώτες ψιχάλες και στην κατάβαση τα φαινόμενα έγιναν εντονότερα. Βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε προς την πόλη της Δωδώνης μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, που δεν μας επέτρεψε να ξοδέψουμε λίγο χρόνο στα αρχαία μνημεία της περιοχής. Παρ’ ότι καλοκαίρι, υπήρξαν στιγμές που νιώσαμε το κρύο να διαπερνά τα μουσκεμένα μας ρούχα.

Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, στην Παρδαλίτσα, στις βόρειες πλαγιές των Όρεων Σουλίου, ο ήλιος έκανε ξανά την εμφάνισή του! Βλέποντας τα σύννεφα να φεύγουν σε αντίθετη πορεία, κάναμε μια μικρή στάση για αλλαγή στεγνού jersey. Έπρεπε να αποφύγουμε την πιθανότητα να αρρωστήσουμε, κάτι που θα έκανε πολύ δύσκολη τη συνέχεια!

Συνεχίσαμε προς την Παραμυθιά, οδηγώντας σε ένα ημιορεινό δρόμο με συνεχείς εναλλαγές κλίσεων, χαμηλή βλάστηση και ανεμπόδιστη θέα στους λόφους ενός τόπου που μόνο ο ντόπιοι γνωρίζουν.

Το ρολόι έδειχνε 14:00 όταν μπήκαμε στην κωμόπολη για έναν γρήγορο καφέ. Πολλά μαγαζιά έκλειναν για μεσημέρι και έτσι βολευτήκαμε στη μίζερη σκιά της τέντας ενός μεζεδοπωλείου. Τα παπούτσια μας ήταν ακόμη νωπά από τη βροχή στη Δωδώνη. Παρά τα χιλιόμετρα κάτω από τον ήλιο που είχαν μεσολαβήσει, αυτά είχαν κρατήσει την υγρασία τους και ροκάνιζαν τις ταλαιπωρημένες μας πατούσες. Τα βγάλαμε για να ζεστάνουμε τα πόδια μας στον ήλιο και πήραμε δυνάμεις για τα τελευταία 35 χιλιόμετρα της ημέρας.

Η Πάργα ήταν κατάμεστη από τουρίστες. Ήταν η πρώτη φορά που το ταξίδι μας σταματούσε σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο. Το Parga Beach Resort, χτισμένο μπροστά στην διάσημη Ακτή του Βάλτου, αποτελούμενο από πολλά μικρά δωμάτια διασκορπισμένα σε έναν κήπο γεμάτο αιωνόβια δέντρα και πανύψηλες ελιές, που λες και ξεπρόβαλαν μέσα από τους τοίχους των σπιτιών, ήταν η επιλογή μας για την τέταρτη ημέρα του ταξιδιού. Χρειάστηκε αρκετή δουλειά για να καθαρίσουμε τον εξοπλισμό μας από τη βροχή και να είμαστε έτοιμοι το επόμενο πρωί.

Προλάβαμε και κάναμε μια βόλτα στα στενά της Πάργας, για να θαυμάσουμε το αμφιθεατρικό της χτίσιμο στον γήλοφο του Πεζόβολου και το νησάκι της Παναγιάς, όσα δηλαδή μπορούσαμε να δούμε με μια ματιά, καθώς δεν είχαμε τον χρόνο να σκαλίσουμε τη μακραίωνη ιστορία αυτού του τόπου, που ξετυλίγεται από τους Βυζαντινούς χρόνους και την επανάσταση του ’21, έως τη γερμανική κατοχή του ’40. Η Πάργα είναι πολλά παραπάνω από ένα πολυσύχναστο τουριστικό θέρετρο.

Ημέρα 5η, 130 χλμ, 1620 μ. υψομετρικής διαφοράς

Φύγαμε από την Πριγκίπισσα του Ιονίου, όπως αποκαλούν την Πάργα, στις 12.00. Αργά, από κάθε άποψη, λόγω κάποιων τεχνικών προβλημάτων. Η επόμενη βάση μας θα ήταν η Πρέβεζα, αφού πρώτα κάναμε μια βόλτα 27 χλμ. βορειοδυτικά, στα επίσης διάσημα για τις παραλίες τους, Σύβοτα.

Κάθε αρχή και δύσκολη, λένε και ήταν πολύ δύσκολη η αρχή της αναχώρησης μας από το Parga Beach Resort, με πολλή ζέστη, υγρασία και μεγάλες ανηφορικές κλίσεις. Πόσο θα θέλαμε όλοι να αφήσουμε για λίγο το ποδήλατο και να ρίξουμε μια βουτιά στα γαλαζοπράσινα νερά της περιοχής!

Φθάνοντας στο χωριό Πέρδικα, πήραμε τον παραλιακό δρόμο προς τα Σύβοτα και άρχισε η διαδρομή να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εναλλαγές κλίσης, στροφές και ανεμπόδιστη θέα στο Ιόνιο, μας συνόδευσαν μέχρι το λιμάνι του οικισμού.

Τα τιρκουάζ νερά της περιοχής μας καλούσαν να αφήσουμε τα ποδήλατα και να βουτήξουμε, μα είχαμε αρκετό δρόμο ακόμα μπροστά μας και μια ανάβαση, τη μοναδική μεγάλη ανάβαση της ημέρας, να μας περιμένει στην έξοδο του οικισμού προς την Πλαταριά. Σκαρφαλώσαμε γρήγορα τα τέσσερα χιλιόμετρα ανάβασης που είχαμε μπροστά μας, μα μια δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε στην δεύτερη αριστερή στροφή της κατάβασης.

Ο Κωνσταντίνος, έχοντας μπει για λίγο πίσω από ένα φορτηγάκι, δεν είχε ορατότητα στον δρόμο και χτύπησε μια μεγάλη πέτρα που βρέθηκε στη μέση του ρεύματος καθόδου από την κοντινή πλαγιά. Ακαριαία έσκασαν και τα δύο ελαστικά του, το τιμόνι, το οποίο κρατούσε από τα hoods, πήρε αρνητική κλίση και έχοντας χάσει τον έλεγχο, βρέθηκε εκτός στροφής.

Για καλή τύχη όλων, είχε μόνο εκδορές. Αμέσως βάλαμε το ποδήλατό του στη σκάρα του αυτοκινήτου και η ομάδα χωρίστηκε. Το αυτοκίνητο θα πήγαινε στο κοντινότερο φαρμακείο για καθαρισμό και αξιολόγηση των πληγών, ενώ ο Γιώργος και εγώ, θα συνεχίζαμε μέσω της Ε.Ο. Ηγουμενίτσας-Πρέβεζας με σκοπό να κάνουμε μια στάση στις εκβολές του Αχέροντα, στον οικισμό Αμμουδιά.

Η εθνική οδός ήταν μια τέλεια ευθεία. Κρατήσαμε ανοιχτές τις κάμερες ώστε να συνεχιστεί η καταγραφή του ντοκιμαντέρ, καθώς σκοπός μας δεν ήταν να καταγράψουμε μόνο τις καλές στιγμές, αλλά όλα όσα μπορούν να συμβούν σε ένα τέτοιο ταξίδι. Κάναμε δυνατό πετάλι, χωρίς να σπαταλήσουμε ενέργεια σε συζητήσεις. Σκεφτόμαστε όσα είχαν συμβεί. Τις δικές μας πτώσεις, τα σκασμένα ελαστικά, τα χτυπήματα των ποδηλάτων και τα εγκαύματά μας, την κούραση.

Όλα αυτά είναι γεγονότα που μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος όταν βάζει σκοπό να ζήσει μια μεγάλη ταξιδιωτική εμπειρία, όμως όλα ξεχνιούνται μπροστά στο μεγαλείο των καλών στιγμών. Σαν τις λεχώνες και εμείς, αμέσως ξεχνάμε τα δύσκολα και θυμόμαστε μόνο το θετικό αποτέλεσμα.

Μάλιστα, εμείς είχαμε και ένα αυτοκίνητο να μας συνοδεύει και να μας βοηθά στα δύσκολα. Αν κάποιος δοκιμάσει κάτι αντίστοιχο χωρίς εξωτερική υποστήριξη, θα πρέπει να είναι οπλισμένος με πολλή υπομονή και θετική ενέργεια. 

Χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στην Αμμουδιά και την ταμπέλα με το καφέ φόντο που έγραφε “Νεκρομαντείο Αχέροντα” και έδειχνε δεξιά. Έδειχνε στο σημείο όπου κατά τον Όμηρο “έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών”. Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων.

Καθίσαμε σε ένα καφέ με θέα στις εκβολές του ποταμού προς τον μικρό κόλπο και περιμέναμε την παρέα. Έφτασαν σύντομα, με τον Κωνσταντίνο επάνω στο ποδήλατο. Είχε καθαρίσει τις πληγές του και θα ήταν απόλυτα ικανός να συνεχίσει, όμως μια πληγή στον δεξιό καρπό, στο σημείο επαφής με το τιμόνι, τον δυσκόλευε στον χειρισμό του ποδηλάτου.

Αφήσαμε πίσω μας τον Ποταμό των Νεκρών και πήραμε τον παραλιακό δρόμο με νότια κατεύθυνση προς την Πρέβεζα. Διανύσαμε μια μεγάλη απόσταση από χρυσές, αμμουδερές παραλίες και καταγάλανα νερά, μέχρι τα Κάτω Ριζά, όπου ξαναμπήκαμε στον κεντρικό δρόμο για να διευκολύνουμε την οδήγηση του Κωνσταντίνου. Δυσκολευόταν αρκετά με το τιμόνι και ήταν πολύ πιθανό να μην καταφέρει να καβαλήσει την επόμενη ημέρα.

Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πρέβεζα, μας έπιασε δέος βλέποντας τα τείχη της Αρχαίας Νικόπολης. Η Νικόπολη ήταν το καμάρι του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού, η πόλη που έχτισε σε ανάμνηση της νίκης του ενάντια στον συστρατευμένο στόλο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, στη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ.. Μια πόλη που απλώνεται σε στρέμματα επί στρεμμάτων και αποτελεί τη μεγαλύτερη αρχαία πόλη της Ελλάδας. Η Ήπειρος συνέχιζε να μας εκπλήσσει με τα τοπία και τα μνημεία της.

Μπήκαμε στην όμορφη πόλη της Πρέβεζας και εντυπωσιαστήκαμε από την ηρεμία και την αυθεντικότητά της. Στενά σοκάκια και νεοκλασικά κτίρια μέχρι το λιμάνι. Ιδιαίτερα όμορφο, με έντονο νεοκλασικό χαρακτήρα ήταν και το σοκάκι που οδηγούσε στο Dioni Boutique Hotel, το εξαιρετικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής ξενοδοχείο που θα μας φιλοξενούσε, με τα ποδήλατα πόλης να μας προϋπαντούν στην είσοδο. Το πρόγραμμα είχε ξεκούραση, ανασύνταξη και βόλτα στην πόλη.

Το βράδυ, τα στενάκια της είχαν πάρει φωτιά. Άλλοι για φαγητό, άλλοι για γλυκό και άλλοι για ποτό, συγκεντρώνονται και γέμιζαν τα στενά σοκάκια του κέντρου τόσο που στις έντεκα το βράδυ δεν έπεφτε καρφίτσα.

Κλείσαμε τη μέρα με εξαιρετικό παγωτό μηχανής να λιώνει αργά πάνω σε φρέσκο γλυκό ταψιού, πρόταση από τον Παναγιώτη Φατούρο, ποδηλάτη, κάτοικο Πρεβέζης και φίλο του Riding Project.

Ημέρα 6η, 113 χλμ, 2031 μ. υψομετρικής διαφοράς

Η τελευταία ημέρα του Riding Project ξημέρωσε στην Πρέβεζα. Ο Κωνσταντίνος επιβεβαίωσε ότι θα μείνει εκτός ποδηλάτου λόγω του τραυματισμού του και μέναμε ο Γιώργος και εγώ να συνεχίσουμε να ποδηλατούμε μέχρι το Βουργαρέλι και την ολοκλήρωση του ταξιδιού.

Ξεκινήσαμε νωρίς. Περάσαμε ξανά από τα τείχη της αρχαίας Νικόπολης και κινηθήκαμε ανατολικά προς την Άρτα, ακόμα μια πόλη της Ηπείρου με μακραίωνη ιστορία. Ο δρόμος ως εκεί είχε μικρές υψομετρικές διαφορές, οπότε διανύσαμε γρήγορα τα 50 χλμ. που χωρίζουν τις δύο πόλεις. Λίγες κουβέντες, δυνατό πετάλι και προσοχή στις διερχόμενες νταλίκες που περνούσαν βιαστικά από δίπλα μας.

Στην Άρτα, συναντήσαμε δύο νεαρούς ποδηλάτες-αθλητές της πόλης, τον Χρήστο και τον Βαγγέλη, που μας οδήγησαν στο διάσημο πέτρινο γεφύρι του ποταμού Άραχθου. Ανεβήκαμε στο μήκους 142 μέτρων γεφύρι, που σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση – «ένα πτηνό με ανθρώπινη φωνή γνωστοποίησε πως για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα».

Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προστρέξανε πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι το σκοπό για τον οποίο θα πέρναγε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ό,τι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα περνούσαν ή ότι θα επέστρεφαν. Τότε ο Τούρκος διοικητής διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. 

Αφήσαμε πίσω μας το γεφύρι και μπήκαμε στην πόλη με τις ιστορικές βυζαντινές της εκκλησίες. Περάσαμε δίπλα από την Παναγία την Παρηγορήτισσα, έναν ναό του 13ου αιώνα και σύντομα βρεθήκαμε έξω από την πόλη, περνώντας πάνω από το μικρό φράγμα του Άραχθου. Στα δεξιά μας, μπορούσαμε να δούμε το κυρίως φράγμα, αυτό που συγκρατεί τα 865 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού της λίμνης Πουρναρίου. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο φράγμα της χώρας, μετά το φράγμα της λίμνης Μόρνου.

Συνεχίσαμε να ανηφορίζουμε, διασχίζοντας το χωριό Γραμμενίτσα και παρατηρούσαμε το τοπίο να αλλάζει αργά και σταθερά, από πεδινό σε ημιορεινό και τέλος σε ορεινό, καθώς μπαίναμε ξανά στον όγκο των Τζουμέρκων, για την επιστροφή μας στο Βουργαρέλι.

Ο ουρανός από πάνω, άρχισε να γεμίζει με μαύρα σύννεφα. Η κακοκαιρία θα μας έβρισκε ακόμα μια φορά και ελπίζαμε τουλάχιστον να έχουμε προλάβει να περάσουμε στο αμιγώς ανηφορικό, τελευταίο σκέλος της διαδρομής. Κινηθήκαμε ανατολικά λίγο πριν τον οικισμό Πλατανάκια, βγαίνοντας από την επαρχιακή οδό Άρτας-Ιωαννίνων.

Ο δρόμος κατηφόριζε όταν νιώσαμε τις πρώτες ψιχάλες. Από τα 800 μέτρα, πέφταμε πάλι για να διασχίσουμε τον Άραχθο μέσω της γέφυρας Τζαρή. Από εκεί κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων, τελείται το έθιμο του σταυρού που ρίχνεται στο νερό για να το πιάσει ο πιο γρήγορος, να το φιλήσει και να το περιφέρει στις οικίες για να λάβει, σύμφωνα με το έθιμο, πλούσια δώρα. Το μόνο δώρο στο οποίο ελπίζαμε εμείς, ήταν να έχουμε τη δύναμη να ολοκληρώσουμε την προσπάθειά μας, καθώς θα είχαμε μπροστά μας μια δύσκολη και μεγάλη ανάβαση.

Είχαμε μόλις δύο χιλιόμετρα για τη γέφυρα όταν η βροχή έγινε καταρρακτώδης. Ομίχλη σηκωνόταν από την άσφαλτο που “έσβηνε” στην επαφή με το νερό, καψαλισμένη από την ατελείωτη έκθεση στον ήλιο. Τη νιώθαμε σαν ατμό να ζεσταίνει τα πόδια μας, ενώ οι σταγόνες από τον ουρανό έπεφταν παγωμένες στην πλάτη μας.

Δεν μπορούσαμε να κάνουμε γρήγορο πετάλι και να ζεσταθούμε γιατί μια λάθος κίνηση θα μας χρέωνε με μια ακόμα πτώση. Κάναμε υπομονή, περάσαμε τη γέφυρα και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε για μια τελευταία φορά.

Είχαμε να μαζέψουμε περίπου 800 μέτρα υψομετρικής διαφοράς ακόμη για να φτάσουμε στη ράχη του βουνού και να κατηφορίσουμε προς το Βουργαρέλι. Η ομίχλη, σε συνδυασμό με τη βροχή που έπεφτε πιο ελαφριά τώρα, έδινε μια μαγική όψη στο τοπίο. Κάτι από φθινόπωρο, που δεν είχαμε δει ποτέ σε αυτά τα μέρη.

Οι κλίσεις ήταν βάρβαρες, της τάξης του 7-10% και διακόπτονταν από μικρά τμήματα ευθείας ή κατηφόρας. Σε πολλά σημεία, η κλίση και η βρεγμένη άσφαλτος δεν μας επέτρεπαν να σηκωθούμε από τη σέλα, ενώ σαν κερασάκι στην τούρτα, συναντήσαμε ακόμα ένα χωμάτινο τμήμα απόστασης περίπου χιλίων μέτρων. Ήταν ανηφορικό, χωρίς μεγάλες κλίσεις και δεν μας δημιούργησε προβλήματα. Ήταν ο τελευταίος χαιρετισμός των Τζουμέρκων που αντηχούσαν στα χτυπήματα των κεραυνών.

Ξεκορφίσαμε κουρασμένοι, μα με μια βαθιά αίσθηση πως η στιγμή είχε κάτι το ιερό. Το ταξίδι τελείωνε με τον πιο φαντασμαγορικό τρόπο. Οι μυρωδιές του νοτισμένου χώματος, η ατελείωτη μαγευτική θέα, η απόκοσμη αίσθηση της ομίχλης, συντελούσαν σε ένα τελετουργικό βγαλμένο από αρχαίους μύθους.

Σαν από παραμύθι, εμφανίστηκαν μπροστά μας τα πρώτα σπίτια του οικισμού. Για μια τελευταία φορά μπήκαμε στο Βουργαρέλι, κλείνοντας ένα ταξίδι που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό… και το δέρμα μας.

Κείμενο: Πέτρος ΓκαζώνηςΦωτογραφίες: Νάσος Τριανταφύλλου @nassostphoto.Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του άρθρου ή των φωτογραφιών.


Λόγια και εικόνες από την ποδηλασία εντός και εκτός Ελλάδας

Εγγραφή

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε πρώτοι όλα τα νέα άρθρα μας!

Σεβόμαστε το χρόνο σας: 100% ποιοτικό υλικό, 0% spam

Περισσότερα άρθρα στο The Cycling Journal

Εγγραφή

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε πρώτοι όλα τα νέα άρθρα μας!

Σεβόμαστε το χρόνο σας: 100% ποιοτικό υλικό, 0% spam