ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ


Ο θρύλος της ελληνικής ποδηλασίας αποκαλύπτεται

Όταν είχα ρωτήσει τον Βασίλη Αναστόπουλο και τον Γιάννη Ταμουρίδη, ποιος κατά τη γνώμη τους είναι ο κορυφαίος Έλληνας ποδηλάτης όλων των εποχών, αμφότεροι μου είχαν δώσει ακριβώς την ίδια απάντηση, με τις ίδιες έξι λέξεις: «Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κανέλλος Κανελλόπουλος». Και όταν οι δυο μεγαλύτεροι σύγχρονοι πρεσβευτές της ελληνικής ποδηλασίας στο εξωτερικό είναι τόσο ξεκάθαροι, τα λόγια τους δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.

Μαζί με τον Νάσο Τριανταφύλλου, είχαμε την τύχη και το προνόμιο να περάσουμε γύρω στις 4 ώρες μαζί με τον θρύλο του αθλήματος, στο εργαστήρι του, την «Εικονουργία» (έναν πολυχώρο τέχνης με δημιουργούς και δάσκαλους της αγιογραφίας, αλλά και της χαρακτικής, της μουσικής και άλλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων), όπου μας μίλησε για τη ζωή του, την αγάπη του για το ποδήλατο και τη ζωγραφική και την πορεία του στον δρόμο και την πίστα, μέσα από μια μοναδική αφήγηση, γεμάτη ενθουσιασμό, νοσταλγία και ταπεινότητα.
 
Σήμερα, το The Cycling Journal, παρουσιάζει αυτή την πολύτιμη για εμάς – αλλά και για όποιον αγαπάει την ποδηλασία – συνέντευξη, η οποία κύλησε περισσότερο σαν συζήτηση μεταξύ φίλων. Βάζοντας μπροστά μας από ένα ποτηράκι τσίπουρο και ξηρούς καρπούς, ο γλυκύτατος, άμεσος και γλαφυρός Κανέλλος άνοιξε την καρδιά του και θυμήθηκε αμέτρητες ιστορίες και αναμνήσεις που σημάδεψαν την ποδηλατική του καριέρα. Απλός, προσιτός, ευγενικός, χαμογελαστός, μας έκανε να νιώσουμε σαν μια παρέα που αναπολεί τα παλιά, μιλώντας με αυτή την ακαταμάχητη γοητεία των ανθρώπων που γνωρίζουν τι να πουν, πώς να το πουν και γιατί να το πουν.  
 
Δεν θέλησα να προσθέσω εδώ, στον πρόλογο, ένα σύντομο βιογραφικό με τις επιτυχίες του, τους τίτλους, τις νίκες, τις διακρίσεις, τα ρεκόρ. Προτίμησα να τον αφήσουμε να μας τα πει όλα αυτά ο ίδιος, έτσι κι αλλιώς, είναι η δική του ζωντάνια και η κομψή παραστατικότητα, εκείνες που μέσα σε περίπου 12.000 λέξεις, «έτρεξαν» με μοναδική εκφραστικότητα τη διαδρομή από το πιτσιρίκι στα Βραχνέικα που ζωγράφιζε και ήθελε να γίνει πιλότος, μέχρι τον πρωταθλητή που έκανε όλα του τα όνειρα πραγματικότητα, φτάνοντας έως τον σύγχρονο μύθο του Δαίδαλου και τη μυσταγωγία της αγιογραφίας.

Ο Κανέλλος Κανελλόπουλος με τα ποδηλατικά του ρούχα στην Εικονουργία / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

TCJ: Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Γεννήθηκες στις 25 Απριλίου του 1957 στα Βραχνέικα της Αχαΐας, λίγο έξω από την Πάτρα. Πότε είχες την πρώτη σου επαφή με το ποδήλατο;

Θυμάμαι, εμείς η πιτσιρικαρία στη γειτονιά μου, ήμασταν επτά-οχτώ κι εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος, ξεκινήσαμε με πατίνια. Τα παιδιά αυτά μαστορεύανε, έπιαναν τα χέρια τους με τα μηχανολογικά, τελικά έγιναν μηχανικοί αυτοκινήτων, εγώ ήμουν πιο πολύ της ξυλουργικής. Έφτιαχναν λοιπόν τα πατίνια και παίζαμε στη γειτονιά, πόλεμο, ποδόσφαιρο, τρέχοντας όλη μέρα, αυτές ήταν οι πρώτες αθλητικές μας δραστηριότητες. Μαζί με τη δουλειά στα χωράφια και στον πατέρα μου που ήταν ελαιοχρωματιστής.
 
Εγώ επίσης γεννήθηκα ζωγραφίζοντας. Και στο σχολείο όλοι με ήξεραν ως ζωγράφο. Εκεί πάντα υπήρχε και κάποιος άλλος που ζωγράφιζε και κάναμε κόντρες ποιος θα φτιάξει το καλύτερο. Ο συναγωνισμός λοιπόν υπήρχε και στο σχολείο, αλλά και στα παιχνίδια, ποιος θα κερδίσει. Κάποια στιγμή ήρθαν στο χωριό και τα πρώτα ποδήλατα, αυτά τα διπλοσκέλετα που είχαν οι μεγάλοι. Κάποια παιδιά έφερναν αυτά τα ποδήλατα, έκαναν εκείνα, έκανα κι εγώ. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή. Όμως η πρώτη φορά που ανέβηκα μόνος μου σε ποδήλατο, ήταν στα δώδεκα χρόνια μου, όταν τελείωσα το δημοτικό. Ένας συμμαθητής μου είχε φέρει ένα ποδηλατάκι, το πήρα, με σπρώξανε στην κατηφόρα, δεν ήξερα να κάνω πετάλι, αλλά μπορούσα να το κρατήσω όρθιο. Αυτή ήταν η πρώτη μου βόλτα.

Historica 2018, Ρόδος, 12/10/2018. Από αριστερά: Ηλίας Κακλαμάνος, Γιώργος Πρίφτης, Χρήστος Κοβάνης, Γιάννης Νταουσανάκης, Μιχάλης Γκιτάκος, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Νεμρά Μπάστιαλη, Άγγελος Καπετανόπουλος, Στέλλα Βαρελίδη και Γιώργος Βογιατζής / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

ΤΟ ΔΙΠΛΟΣΚΕΛΕΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Μετά, την επόμενη χρονιά, το καλοκαίρι, είχα έρθει για διακοπές εδώ, στην Αθήνα και έμενα σε ένα σπίτι στα Βριλήσσια. Εκεί υπήρχε ένα ποδήλατο, το παιδί έλειπε και επειδή καθόμουν όλη τη μέρα χωρίς να έχω κάτι να κάνω, το έπαιρνα και έκανα βόλτες. Επειδή δεν ήξερα τους δρόμους και φοβόμουν, αλλά μου έλεγαν και να μην απομακρυνθώ, πήγαινα συνεχώς από τη μια γωνία στην άλλη και πάλι πίσω. Και στο χωριό το ίδιο, στη γειτονιά, από πάνω μέχρι κάτω. Τελικά, στα 14 μου, πήρε ο πατέρας μου ποδήλατο δικό του, μεταχειρισμένο, σε κακή κατάσταση, το έβαψα, ζωγράφισα πάνω ό,τι κόλπα είχε, ήταν BSA, εγγλέζικο.

Από τότε τα ξέχασα όλα, το λέω αυτό, επειδή ήθελα να πάω στην πολεμική αεροπορία. Οι δικοί μου δεν το ήθελαν, αλλά εγώ είχα τρέλα με την αεροπορία. Μου άρεσε η αίσθηση φυγής που έδινε το ποδήλατο, μου άρεσε και η ένταση, με ευχαριστούσε να τρέχω. Σιγά-σιγά άρχισα να φεύγω με το ποδήλατο, πήγαινα πλέον στα διπλανά χωριά, πέντε-δέκα χιλιόμετρα μακριά και ξαναγυρνούσα. Και άρχισε να μου μπαίνει το «μικρόβιο». Είχα την εικόνα από τους ποδηλάτες που έρχονταν από την Πάτρα, είχα δει και ένα φιλμ τότε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου (σ.σ. 1972) με στιγμιότυπα από διάφορα αθλήματα και μου έκανε εντύπωση η ποδηλασία.
 
Από μικρός ήθελα να κάνω κάτι με τον αθλητισμό, άρεσε πολύ και στον πατέρα μου, ήθελε να με δει αθλητή. Έτσι είχα το πλεονέκτημα ότι δεν είχα πόλεμο από το σπίτι. Πολύ μεγάλο πλεονέκτημα αυτό. Γιατί η γενικότερη νοοτροπία τότε ήταν ότι ο αθλητισμός ήταν σπατάλη χρόνου, αποπροσανατολισμός από το διάβασμα. Έτσι λοιπόν, εγώ μπορούσα να αθλούμαι, έκανα στην αυλή άλμα εις ύψος, έπαιρνα κοντάρι από τη μουριά και έκανα επί κοντώ, είχα βγάλει και το χέρι μου. Στο Γυμνάσιο κάναμε μήκος, μου άρεσαν όλα αυτά. Έτσι ξεκίνησα με τον αθλητισμό, μέχρι που κάποιο παιδί από το χωριό πήρε ένα αγωνιστικό ποδήλατο. Με το που το είδα, μου μπήκε η ιδέα: «Γιατί να έχει αυτός τέτοιο ποδήλατο και να μην έχω κι εγώ;»

Ο Κανέλλος Κανελλόπουλος επιστρέφει στη Ρόδο για την πρώτη Historica το 2018 / Photo © 2018 Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

4.300 ΔΡΑΧΜΕΣ, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

Αλλά δεν υπήρχαν λεφτά, το ποδήλατο έκανε τότε 3.300 δραχμές και το μεροκάματο ήταν 20 δραχμές, άντε μέχρι 50. Πολλά τα χρήματα λοιπόν, δεν υπήρχε περίπτωση να βγει από το σπίτι τέτοιο ποσό και αποφάσισα να τα μαζέψω μόνος μου. Μιλάμε για τα τέλη του ’72, αρχές του ’73, άρα ήμουν 15 στα 16. Από τα 14 χρόνια μου, έκανα ποδήλατο με το διπλοσκέλετο του πατέρα μου, που ζύγιζε 24 κιλά, με τέτοια ένταση που έφτανα στα όρια του να λιποθυμήσω, τόσο πολύ, γενικά απολάμβανα την κούραση. Ξεκίνησα μαζεύοντας από τα κάλαντα, από έναν κουμπαρά που είχα μαζεμένες κάτι δραχμές από προηγούμενα χρόνια, τον άνοιξα κρυφά, στην αρχή δεν ήξερε κανείς τίποτα.
 
Συνέχισα μαζεύοντας από δω κι από κει, μου έδινε χαρτζιλίκι και ο πατέρας μου όταν πήγαινα στην Πάτρα, για να πληρώσω τα εισιτήρια και να μου μείνει κάνα δίφραγκο για να πάρω κάτι να φάω, καμιά τυρόπιτα, αλλά για έναν ολόκληρο χρόνο δεν πήρα τίποτα από το σχολείο και όλα τα χρήματα πήγανε στην καβάτζα για το ποδήλατο. Με βοήθησε λίγο και η μάνα μου, είχα μαζέψει σχεδόν όλο το ποσό, αλλά τότε έγινε η πετρελαϊκή κρίση του ’73 και ακρίβυναν τα πάντα, τα εισιτήρια, όλα. Μειώθηκε και το χαρτζιλίκι από τον πατέρα μου, μου έμεναν λιγότερα και το ποδήλατο πήγε ένα χιλιάρικο παραπάνω, στις 4.300 δραχμές. Μιλάμε για το πολύ απλό ποδήλατο, Mercier, το σιδερένιο, που ήταν περίπου δωδεκάμισι κιλά.

57η Ανάβαση Πάρνηθας “Κώστας Μητσάκης”, 21/10/2018. Από αριστερά: Κανέλλος Κανελλόπουλος, Σπύρος Θεοδωράκος, Γιώργος Βασιλάκης, Χρήστος Πρίφτης, Γιώργος Μανιάτης, Λάμπρος Διαμαντόπουλος / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΡΟΜΠΑ

Ένας θείος μου, αδερφός της μάνας μου, καλή του ώρα, μου έβαλε τις τελευταίες 800 δραχμές και το πήρα. Πήγα το παρήγγειλα μόνος μου, πήγα και το πήρα μόνος μου από την Πάτρα, έκανα εκεί μια βόλτα και μετά γύρισα στο χωριό. Πώς αισθάνθηκα; Ό,τι δώρο και να μου δώσει τώρα κάποιος, δεν πρόκειται να νιώσω όπως εκείνη την ημέρα. Αυτή η αίσθηση ήταν απίστευτη. Και το απόγευμα συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει να φάω! Με το που το πήρα, σε μια εβδομάδα ξεκίνησαν οι εξετάσεις στο σχολείο. Και ο πατέρας μου θεώρησε σωστό να μου το κλειδώνει, για να διαβάζω. Το κλείδωσε με μια κλειδαριά, ξεφούσκωσε τα λάστιχα και μου πήρε και την τρόμπα. Εγώ όμως ήμουν εφευρετικός, είναι το στοιχείο μου η πατέντα!
 
Με μια πένσα άνοιγα σιγά-σιγά τον κρίκο της κλειδαριάς. Οι βαλβίδες ήταν αυτές που είχαν μέσα το «φυτιλάκι», ένα λαστιχάκι που έμπαινε μέσα και μπροστά εξείχε μια βίδα με μια τρύπα, εκεί όπου έμπαινε η τρόμπα. Έβαλα στην τρόμπα του άλλου ποδηλάτου, που είχε άλλη βαλβίδα, μια ταινία και πάχυνε, οπότε εφάρμοζε το άλλο λαστιχάκι που ήταν πιο φαρδύ. Με αυτό φούσκωνα τα λάστιχα, έκανα τις βόλτες μου όσο ο πατέρας μου ήταν στη δουλειά και μετά γύριζα, τα ξεφούσκωνα ξανά, το κλείδωνα και ούτε γάτα, ούτε ζημιά! Αυτή τη ζαβολιά δεν την ανακάλυψε ποτέ! Όταν πήρα το ποδήλατο, ήταν και σημαδιακή μέρα του Ελληνισμού, Τρίτη 29 Μαΐου, η μέρα της Αλώσεως, το θυμάμαι αυτό.

ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ Π.Ο.Π.

Τον Ιούνιο είχαμε τις εξετάσεις και την 1η Ιουλίου μου είπε ο πατέρας μου ότι είχε δει λίγες μέρες πριν, μια ανακοίνωση στην εφημερίδα που έλεγε ότι ο Ποδηλατικός Όμιλος Πατρών καλούσε όσους νέους ήθελαν να ασχοληθούν με το άθλημα της ποδηλασίας, να προσέλθουν την Κυριακή για προπόνηση την τάδε ώρα στο τάδε σημείο. Ο ξάδερφος του Βασίλη Διαμαντόπουλου είχε ένα μαγαζί με πρώτες ύλες ζαχαροπλαστικής και εκεί στεγαζόταν και ο Π.Ο.Π., που ουσιαστικά ήταν ένα μάτσο χαρτιά στο πατάρι. Εκεί ήταν το ραντεβού, μάλιστα εγώ είχα τρίψει και τα πόδια μου με οινόπνευμα για να είμαι φρέσκος, είχα αφήσει το ποδήλατο στον θείο μου το βράδυ, ώστε να πάω στην Πάτρα με το λεωφορείο και να είμαι ξεκούραστος.
 
Βγήκαμε λοιπόν εκείνη την ημέρα για προπόνηση, ένας αθλητής του Π.Ο.Π. και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που έτρεχε τότε, ήταν αθλητής του Π.Ο.Π. Πήγαμε μαζί μέχρι τα διόδια, έξω από την Πάτρα, περίπου 10-12 χιλιόμετρα, χοντρικά ένα 25άρι χιλιόμετρα όλα μαζί. Είχε ένα ανηφοράκι στη μέση, το «πάτησε» ο Βασίλης, έμεινε ο άλλος αθλητής, εγώ ακολούθησα κανονικά. Γυρίσαμε πίσω, ρώτησαν «πώς είναι ο μικρός;», «καλός είναι», ήταν η απάντηση. Μου έδωσαν ένα παντελονάκι και μια φανέλα, ε, αυτό ήταν. Στα τέλη Ιουλίου έτρεξα τον πρώτο μου αγώνα, το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ανδρών. Τότε δεν υπήρχαν ηλικιακές κατηγορίες, όλοι όσοι έτρεχαν εκεί, είχαν δελτίο, από πιτσιρικάδες 16, 17 χρόνων, μέχρι και τον Κακλαμάνο, που ήταν 34, ο πιο γηραιός. Η ποδηλασία ανήκε ακόμα στον ΣΕΓΑΣ, υποτυπώδεις καταστάσεις.

Με τη φανέλα του Ποδηλατικού Ομίλου Πατρών σε αγώνα στα Μετέωρα / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΟΥ ΑΓΩΝΑΣ

Ήταν 65 αθλητές στον αγώνα, εγώ δεν είχα ιδέα από όλο αυτό, δεν ήξερα τι να φάω, δεν καταλάβαινα τίποτα. Η διαδρομή ήταν από τις Τρεις Γέφυρες, Θήβα, Καραούλι, 120 χιλιόμετρα. Πήγαμε γκρουπ μέχρι την ευθεία πριν τη Θήβα, εκεί έγιναν μεγάλα «πλακώματα», ακολουθούσα κι εγώ και στην ανηφόρα μόνος μου, όσο πήγαινε. Στην τελευταία ανηφόρα, στα τελευταία χιλιόμετρα, με έπιασε πείνα, έμεινα από υπογλυκαιμία, με προσπέρασαν ή τέσσερα ή έξι άτομα και τερμάτισα 16ος. Είχα τρέξει και στο χρονόμετρο στις Τρεις Γέφυρες. Ξεκίνησα πρώτος, με έπιασε και βροχή, δεν είχα ιδέα πώς γίνεται. Έβλεπα άλλους ποδηλάτες που σταματούσαν κάτω από δέντρα, δεν ήξερα τι να κάνω, να συνεχίσω, να σταματήσω. Δεν ζορίστηκα πάντως πολύ εκεί, πήρα την 18η θέση.
 
Στον επόμενο αγώνα, που ήταν λίγες μέρες μετά στη Θεσσαλονίκη, τρέξαμε τον Γύρο που πήγαινε από το Δερβένι στον δρόμο για Σέρρες, Σοχό και πίσω, πάλι γύρω στα 120-140 χιλιόμετρα. Κι εκεί πάλι με πείνα τερμάτισα, λιωμένος, κουρασμένος. Μετά ακολούθησε η ανάβαση του Χορτιάτη, με εκκίνηση από του Χαριλάου, όπου ήρθα 11ος. Λίγο καιρό μετά, τον Σεπτέμβριο του 1973, ιδρύθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Ποδηλασίας. Είχα έρθει στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα μου, μείναμε σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια, εκεί όπου έμεναν και οι ποδηλάτες από τη Ρόδο. Ήταν εκεί ο Φραντζής, ένας παππούς, σαν «ποδηλατοπατέρας» εκεί στη Ρόδο, που είχε ποδηλατάδικο στο νησί. Και είχε πει στον πατέρα μου, «ο μικρός θα πάει καλά, γιατί έχει πολύ καλό πεταλάρισμα, βγάζει καλό στροφάρισμα».  

ΜΕ ΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ

Ένα από τα πλεονεκτήματα που είχα σαν ποδηλάτης, παρότι καθόμουνα στραβά πάνω στο ποδήλατο, καθόμουνα λοξά και είχα και προβλήματα με τη μέση μου, ήταν το καλό πεταλάρισμα. Είχα συνηθίσει από το διπλοσκέλετο που δεν είχε καλουπιέ, δεν είχε τίποτα, οπότε είχα μάθει να πεταλάρω και να μη φεύγουν τα πεντάλ από το πόδι. Εκείνο το ποδήλατο είχε ένα πάτημα 44Χ20, το θυμάμαι επειδή το είχα μετρήσει. Και το ποδήλατο που πήρα, είχε εφηβικά πατήματα πάνω, οπότε ήμουν τυχερός και σ’ αυτό, οπότε είχα 15, 17, 19, 21 και 24, πενταπλό. Μπροστά είχε 52 ή 42 ή 44. Με αυτά τα πατήματα έτρεχα.
 
Μου άρεσε πολύ η σόλο προπόνηση, έτσι κι αλλιώς στην Πάτρα είχα μάθει να βγαίνω συχνά μόνος μου για προπόνηση. Τότε η ποδηλασία στην Πάτρα ήταν σε πτώση, παρά το γεγονός ότι είχε τρία σωματεία, την ΕΑΠ, την Παναχαϊκή και τον ΠΟΠ. Εγώ πήγα στον ΠΟΠ επειδή μου άρεσαν περισσότερο τα χρώματα, είχε μωβ με κίτρινο. Οι άλλοι είχαν κόκκινο-μαύρο και μαύρο-άσπρο. Γενικά στη ζωή μου, ο παράγοντας τύχη ήταν πάντα με το μέρος μου. Ήρθαν όλα όπως τα είχα στο μυαλό μου, όλα κατ’ ευχήν. Ό,τι είχα στο μυαλό μου, έγινε. Μπορεί να μην έγινε ακριβώς με τον τρόπο που ήθελα εγώ, αλλά έγινε. Και έτσι, ξέχασα και την αεροπορία και τη ζωγραφική και αφοσιώθηκα στο ποδήλατο. Είχα ένα ποδήλατο στον εγκέφαλο! Δεν έκανα καμία θυσία για την ποδηλασία, ήρθαν όλα φυσιολογικά. Η ζωή του αθλητή, οι προπονήσεις στο μάξιμουμ, να είμαι τυπικός, ήμουν στο στοιχείο μου, μου άρεσε όλο αυτό.

Με τη φανέλα του ΠΟΠ στην 57η Ανάβαση Πάρνηθας “Κώστας Μητσάκης”, 21/10/2018 / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Και δεν πιέστηκα ποτέ, όλα ήρθαν από μόνα τους. Πρώτα στην Πάτρα, με τους τοπικούς αγώνες, μετά με τα Πανελλήνια πρωταθλήματα, ήρθε κάποια στιγμή, εκεί στο Γυμνάσιο (σ.σ. το σημερινό Λύκειο), που έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω. Ξεκινώντας την ποδηλασία, είχα δηλώσει πρακτική κατεύθυνση στο σχολείο, δηλαδή περισσότερο μαθηματικά και φυσική. Εγώ όμως ήμουν θεωρητικός στο μυαλό, δεν ήμουν των μαθηματικών. Άρα δεν έκανα για πιλότος, αφού σε αυτά τα μαθήματα είχα πολύ χαμηλή βαθμολογία. Οπότε φυσιολογικά, αφού ήθελα να ασχοληθώ με τον αθλητισμό, κατέληξα στο ότι θα γινόμουν γυμναστής. Έκανα λοιπόν τα χαρτιά μου για τη Γυμναστική Ακαδημία, είχα καλό απολυτήριο με 17 μέσο όρο, μπήκα χωρίς εξετάσεις, αλλά βέβαια είχα περάσει τα αθλήματα, ύψος, 400 μ., μήκος και σφαίρα.
 
Όλο αυτό το διάστημα ερχόμουν στην Αθήνα κάποιες φορές, όταν μας καλούσε η Ομοσπονδία και κάναμε προπονήσεις σαν προεθνική Νέων. Και όταν πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία, ήρθα πλέον για μόνιμη εγκατάσταση, με ένα μικρό σακίδιο θυμάμαι και έμεινα στους ξενώνες του Παναθηναϊκού Σταδίου. Σε μια σακούλα τα εσώρουχά μου και τα παπούτσια που φορούσα, με τα οποία έτρεχα και στους αγώνες. Δεν είχα τότε ποδηλατικά παπούτσια. Έμεναν εκεί όλοι οι καλοί αθλητές της εποχής που θα στελέχωναν την Εθνική ομάδα, ο Βάσκος, ο Τιμαμόπουλος, όλοι όσοι ήταν από την επαρχία.   
 
Η Ομοσπονδία φρόντιζε να έχουμε κάποιο εστιατόριο εκεί κοντά. Θυμάμαι, τρώγαμε στο «Πάνθεον», απέναντι από τον Λέντζο. Και μάλιστα, για να μας μένει και χαρτζιλίκι, τρώγαμε λιγότερο και μας έδινε το υπόλοιπο ο ιδιοκτήτης σε ρευστό. Δηλαδή αν έκανε 25 δραχμές το φαγητό, εμείς τρώγαμε για 15 και μας έμενε το δεκάρικο. Πάντως τα πρώτα χρόνια μας έδινε και ένα μικρό ποσό η Ομοσπονδία, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο. Μετά, όλα τα επόμενα χρόνια παίρναμε και κάποια οδοιπορικά, τα οποία πάντα μας φαίνονταν πολύ λίγα, αλλά ήταν πάρα πολλά σε σχέση με τα σημερινά. Δυστυχώς…

Η ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ» ΣΥΣΤΗΜΑ

Εκείνα τα χρόνια, η Εθνική ομάδα ήταν η κύρια απασχόληση, δουλεύαμε το «σοσιαλιστικό» σύστημα. Αυτό που έκαναν οι σοσιαλιστικές χώρες, που μάζευαν μόνιμα σχήματα από διάφορες ομάδες, έκαναν προετοιμασίες και με αυτούς έβγαιναν έξω, στους αγώνες στο εξωτερικό. Πολλές φορές εκπροσωπούσαν για παράδειγμα τη Σοβιετική Ένωση, αλλά στην ουσία ήταν ομάδες, η Δυναμό του Λένινγκραντ ή η Δυναμό Μόσχας, μια ομάδα. Και ήταν επαγγελματίες όλοι τους, και οι Βούλγαροι και όλοι οι υπόλοιποι από το ανατολικό μπλοκ. Για να επιστρέψω σε αυτά που λέγαμε, στους ξενώνες του Παναθηναϊκού Σταδίου έμεινα εννέα χρόνια, από το 1975 μέχρι το 1984.
 
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του ’84, ανεβήκαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο και μείναμε εκεί. Εμένα μου έδωσαν τη σουίτα της Σακοράφα, που μόλις είχε φύγει από εκεί. Ήταν πολύ όμορφα, έμενα μαζί με τον Φαραντάκη, αλλά είχαμε ο καθένας το δικό του δωμάτιο με ξεχωριστό μπάνιο, συν το σαλονάκι και την κουζίνα που ήταν κοινά. Είχα πάρει ψυγείο (το έχω ακόμα!), πλυντήριο και γενικά είχαμε αυτονομία. Εκεί έμεινα από το ’84 μέχρι το ’88, μετά τον «Δαίδαλο» που αποφάσισα να σταματήσω. Μετά πήρα κι ένα σπίτι, μου έλεγε ο Μεντεσίδης, τότε πρόεδρος της ΕΟΠ, «συνέχισε λίγο ακόμα» και πράγματι έμεινα αγωνιστικά ενεργός, αλλά με βαριά καρδιά, δεν ήθελα. Αλλά συνέχισα για λίγο, να βγάλω και μερικά χρήματα για να εξοφλήσω το σπίτι που είχα αγοράσει.

Έξω από τους ξενώνες του Παναθηναϊκού Σταδίου / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΣΟΒΑΡΕΥΤΟΥΜΕ

Θυμάμαι, είχα ψάξει εκεί βόρεια, για να είμαι κοντά στο ποδηλατοδρόμιο, το είχα όνειρο να πάρω ένα σπίτι, βοήθησε και η μάνα μου, πήρα κι ένα μικρό δάνειο και τα κατάφερα. Παράλληλα, άρχισα να σκέφτομαι ότι είχε έρθει ο καιρός να παντρευτώ, να σοβαρευτώ. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν και τόσο σοβαρός! Μου βγήκε όμως λαχείο το σπίτι, γιατί τότε η περιοχή ήταν γεμάτη χωράφια, αλλά σήμερα έχει προαστιακό, μετρό, ησυχία, καλούς γείτονες και καθόλου κουνούπια! Το ’93 παντρεύτηκα, εκείνη τη χρονιά έτρεξα και τους τελευταίους μου αγώνες, ήταν τότε που η Ομοσπονδία αποφάσισε να καταργήσει το σύστημα που υπήρχε στην εποχή μου με την μόνιμη Εθνική, κάθε αθλητής στο σωματείο του και έκτοτε το επίπεδο έπεσε κατακόρυφα.
 
Το σωστό είναι αυτό, πρέπει να υπάρχουν τα σωματεία, αλλά πώς να υπάρξει σοβαρό σωματείο στην Ελλάδα; Εκεί είναι το δύσκολο. Πού θα βρεις λεφτά για να κάνεις ποδηλασία; Ένα πολύ ακριβό άθλημα πλέον. Ήταν και τότε ακριβό, αλλά τώρα παράγινε. Από τη δική μου εποχή, ήμασταν πάντα υποδεέστεροι σε υλικοτεχνική υποδομή. Αλλά και η προπόνηση δεν ήταν καθόλου επιστημονική, τελείως εμπειρική. Εγώ πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία, το ίδιο και πολλά παιδιά που ακολούθησαν, αποκτώντας πολύτιμες γνώσεις. Αντίθετα, οι περισσότεροι από εκείνους που προπονούσαν εμάς, δεν είχαν καμία γνώση. Μην κοιτάς τώρα, που ο τελευταίος παλαίμαχος ξέρει τι θα διδάξει στους νεώτερους, εμείς ήμασταν τελείως χύμα.

H Εθνική ομάδα στον Γύρο Τσεχοσλοβακίας το 1989. Από αριστερά: ο Τάσος Παναγιωτίδης, ο μασέρ της ομάδας, ο Γιώργος Βασιλάκης, ο Λουκάς Καταπόδης, ο Γιώργος Λεβεντάκης, ο Γιώργος Μανιάτης, ο Παναγιώτης Σκυλοδήμος, ο Κανέλλος Κανελλόπουλος και ο ομοσπονδιακός προπονητής Ηλίας Κελεσίδης, με τα χαρακτηριστικά σαμπό του / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΧΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΜΕΤΡΑ

TCJ: Μας έλεγε ο Γιώργος Βογιατζής, ότι όταν ήσασταν στους ξενώνες του Παναθηναϊκού Σταδίου, τους είχε εντυπωσιάσει όλους ότι ήσουν ο μοναδικός που σπούδαζε τότε. Και ότι είχες μια απίστευτη μανία με το να ρυθμίζεις τα πάντα πάνω στο ποδήλατο, το πόσο λεπτολόγος ήσουν και πόσο επέμενες πάνω σε αυτό.

Το ίδιο κάνω και τώρα! Αυτό το πρόσεχα πολύ, είχα καλή αίσθηση του σώματος πάνω στο ποδήλατο. Αλλά δεν πρόσεχα καθόλου την καθαριότητα του ποδηλάτου, είναι κάτι που το απεχθάνομαι ακόμα και σήμερα! Ίσως αυτός ήταν και ένας λόγος που δεν μου άρεσε ποτέ το mountain bike και όλα αυτά που έχουν σχέση με χώματα, γιατί μετά το ποδήλατο θέλει καθάρισμα και εγώ δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένος να το κάνω. Όπως δεν μου αρέσει καθόλου να γυμνάζομαι στο σπίτι, είτε να κάνω εργόμετρο, είτε γυμναστική, είτε διατάσεις. Πρέπει να τα κάνεις όλα αυτά, πριν και μετά τον αγώνα αν θέλεις να είσαι σωστός, όμως εγώ δεν μπορώ με τίποτα. Όταν μπαίνω στο σπίτι, κατεβάζω ρολά, δεν θέλω να ασχοληθώ ούτε με τη δουλειά μου, ούτε με τίποτε άλλο. Αυτό που μου αρέσει, είναι να ξεκουραστώ, να δω μια ταινία, τέτοια πράγματα.
 
Αυτό που με ευχαριστεί είναι να κάνω ποδήλατο, να βγω έξω. Απεχθανόμουν τόσο πολύ το εργόμετρο, που πολλές φορές έβγαινα έξω ακόμα και με βροχή, που επίσης δεν μου αρέσει, αλλά προτιμούσα να βγω έξω με κρύο και βροχή, παρά να κάτσω μέσα δυο-τρεις ώρες στο εργόμετρο. Πνίγομαι μέσα σε κλειστό χώρο, δεν μπορώ να γυμνάζομαι μέσα σε αίθουσες, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Το ποδήλατο μου αρέσει επειδή είναι κοινωνικό, δεν μου αρέσει το mountain που είσαι μέσα στο βουνό. Μου αρέσει που βγαίνεις έξω στον δρόμο, με τα αμάξια, με τα μηχανάκια, βλέπεις τον άλλον, χαιρετάς. Στο βουνό σε βλέπουν τα πουλιά.
 
Εγώ δεν είμαι κοινωνικός άνθρωπος, είμαι κλειστός, αλλά δεν ήθελα να είμαι κλειστός και την ώρα που έκανα το άθλημα. Κάπως έτσι το έβλεπα και συνεχίζω να το βλέπω ψυχολογικά. Σήμερα, με τις συνθήκες που γίνεται πλέον η προπόνηση, δεν θα ήμουν ποδηλάτης, ή δεν θα ήμουνα καλός. Δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το «ρομποτικό» ποδήλατο, αυτό έτσι, εκείνο αλλιώς κλπ. Εγώ πάντα ήθελα να νιώθω «free», ελεύθερος. Τώρα είναι όλα υπό απόλυτο έλεγχο. Χώρια που όπου πας και ό,τι κάνεις, μπορεί να το βλέπει ο προπονητής σου, είναι λίγο τρομακτικό.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΝΤΙ ΜΕΡΞ

TCJ: Την εποχή που ήσουν ποδηλάτης, υπήρχε τρόπος να έχετε επαφή με το τι γινόταν στην ποδηλασία εκτός συνόρων; Γνωρίζατε ποιοι ήταν οι μεγάλοι ποδηλάτες, οι μεγάλοι αγώνες κλπ;

Ναι, εγώ ξεκίνησα την ποδηλασία γνωρίζοντας πολύ καλά ποιος ήταν ο Έντι Μερξ και μάλιστα είχα βρει από ένα περιοδικό μια φωτογραφία του που τον έδειχνε πάνω στο ποδήλατο από το πλάι. Πήρα τον χάρακα και μέτρησα πώς καθόταν πάνω στο ποδήλατο, πώς πατάει και είχα κάνει τους δικούς μου υπολογισμούς για να τους εφαρμόσω σε εμένα. Σήμερα βέβαια οι ποδηλάτες κάθονται πολύ διαφορετικά, έχουν κάνει μετρήσεις, έχουν δουλέψει στα αεροδυναμικά τούνελ και έχουν βρει άλλα πράγματα. Κάποια από αυτά, τα είχα βρει κι εγώ από τότε, τα σκεφτόμουνα, απλώς δεν τα εφάρμοσα.
 
Τα κράνη, ας πούμε, τότε ήταν τέσσερις λωρίδες και δεν μας άρεσαν κιόλας, γιατί μας εμπόδιζαν στο κεφάλι. Στην προπόνηση δεν βάζαμε ποτέ κράνος. Κι εγώ, μέχρι το ’97 δεν φορούσα ποτέ κράνος, αλλά έφαγα μια τούμπα και μου έσπασε το πιρούνι, έφυγα με το κεφάλι κάτω, εκεί στην Πολιτεία, κατεβαίνοντας προς το Καστρί, σε ένα σαμαράκι με 40 χλμ την ώρα, έφερα τούμπα και έσκασα πάνω στο ποδήλατο. Δεν έπαθα ούτε γρατζουνιά, αλλά έξυσα το κεφάλι μου, φαίνεται ακόμα το σημάδι και έτρεχε το αίμα ποτάμι. Ήρθε ασθενοφόρο και με πήγε στο ΚΑΤ, ήρθε και η γυναίκα μου μαζί με τα δυο πιτσιρίκια, αλλά ευτυχώς κράτησε την ψυχραιμία της και δεν φρίκαρε!

TCJ: Θυμάσαι πότε ήταν ο πρώτος σου αγώνας εκτός Ελλάδας;

Ο πρώτος μου αγώνας εκτός συνόρων, που έκανα και συμμετοχή – και ήμουν και σ’ αυτό πολύ τυχερός – ήταν με την Εθνική Εφήβων σε ένα Βαλκανικό Πρωτάθλημα στη Βουλγαρία, που ουσιαστικά ήταν το πρωτάθλημα Βουλγαρίας, αλλά το είχαν μετατρέψει σε Βαλκανικό, επειδή είχαν καλέσει αποστολές και από άλλες χώρες. Και από αυτόν τον αγώνα πήρα το χαρτί με το οποίο μπήκα στη Γυμναστική Ακαδημία χωρίς εξετάσεις. Ξέχασα να σας πω πριν, ότι τότε, στη Γυμναστική Ακαδημία έμπαιναν χωρίς εξετάσεις είκοσι άτομα, οι δέκα ήταν του στίβου και οι υπόλοιποι δέκα ήταν από όλα τα άλλα αθλήματα. Κι εγώ, λόγω υψηλού απολυτηρίου, ήμουν πρώτος στη σειρά. Ίσως ήμουν και από τους ελάχιστους που συνέχισα να κάνω το άθλημά μου και μετά τη Γυμναστική Ακαδημία.

Γύρος Βουλγαρίας, 1984. Aπό αριστερά: Γιάννης Βουγιουκλάκης, Γιώργος Κουτράκος, Γιώργος Βασιλάκης, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Μιχάλης Φαραντάκης, Γιώργος Παγούνας και Γιώργος Λουκόπουλος / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΣΤΗ ΡΟΔΟ

Στο στρατό, μετά τη σχολή, πέρασα πολύ ωραία. Ύστερα από τη βασική εκπαίδευση στην Κόρινθο, όπου είχα κάνει και μια εγχείρηση στο χέρι, με έστειλαν στη Ρόδο, όλους τότε μας έστελναν στα νησιά, γιατί μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το ’74, προετοίμαζαν τα παραμεθόρια νησιά με οχυρωματικά έργα κλπ για να αποτρέψουν πιθανή εισβολή των Τούρκων και σε αυτά. Αλλά με στείλανε εκεί που έπρεπε. Στη Ρόδο, που είναι «ποδηλατομάνα», που είχα ανθρώπους με τους οποίους μπορούσα να βγαίνω για προπόνηση, που μπορούσα να παίρνω μέρος σε αγώνες εκεί, που υπήρχε και η πίστα. Είχα τρέξει πίστα – ήμουν καλός στα 4 χιλιόμετρα – πολύ πιο πριν, με τον Π.Ο.Π. Ο πρώτος μου αγώνας στην πίστα ήταν το 1974.
 
Το 1976 θυμάμαι, στο Βαλκανικό της Σόφιας, είχα κερδίσει ως έφηβος, μπροστά από έναν Βούλγαρο και έναν Τούρκο, με τους οποίους είχαμε αποσπαστεί από το γκρουπ, κάναμε αλλαγές μέχρι το τέλος και τους νίκησα στο σπριντ. Με είχαν κατεβάσει ως έφηβο, που κανονικά δεν έπρεπε και με είχαν δηλώσει γεννηθέντα το 1958 αντί του 1957! Και το 1980, όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Βούλγαρος Γκότσεφ και εργάστηκε για δυο χρόνια ως προπονητής στην Εθνική, μου είχε πει ότι είχαν δει το διαβατήριό μου και ήξεραν ότι δεν ήμουν έφηβος. Και του είχα απαντήσει ότι και ο Τούρκος ήταν πιο μεγάλος από έφηβος! Μάλιστα ο Τούρκος αθλητής, 13 χρόνια μετά από εκείνον τον αγώνα, το 1989 που κέρδισα τον Γύρο Τουρκίας και είχαμε τερματίσει στη Σμύρνη, ήρθε το βράδυ στη δεξίωση και με βρήκε, με χαιρέτησε χαρούμενος, καλό παιδί φαινόταν!

ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΣΤΟΝ ΛΟΧΟ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΕ;

Να επιστρέψω όμως στα τέλη του ’79, τότε που τελείωσα τη Γυμναστική Ακαδημία και πήγα στρατό. Όπως είπα και πριν, όταν ήμουν στο κέντρο εκπαίδευσης, στην Κόρινθο, έμαθα ότι θα πήγαινα στη Ρόδο και είχα χαρεί πολύ. Μας είχαν δώσει οι επικεφαλής ραντεβού την τάδε ώρα στον Πειραιά, που θα έφευγε το πλοίο. Είχα στείλει με μεταφορική το ποδήλατο στο νησί στο όνομα του Κούντρα νομίζω και είχα πει στα παιδιά εκεί, να πάνε να το παραλάβουν. Εγώ πήγα στο τάγμα, ήταν τέλη του ’79, κάτσαμε μια μέρα και μετά μας έστειλαν στο Κέντρο Νέων, στον Καλαμώνα, που είναι μετά το αεροδρόμιο. Εκεί που πάει ο δρόμος για τις Πεταλούδες, υπάρχει ακόμα το στρατόπεδο, αλλά είναι κλειστό πια. Εκεί κάναμε δεύτερο κύκλο εκπαίδευσης.
 
Πέρασαν μια, δυο μέρες κι εγώ κόντευα να σκάσω που δεν είχα πάρει ακόμα το ποδήλατο. Κάτι έπρεπε να κάνω. Ζήτησα ακρόαση από τον λοχαγό που είχαμε εκεί, πήγα στο διοικητήριο και είπα «κύριε λοχαγέ, έτσι κι έτσι» και μου απάντησε «σε ξέρω, μπράβο κλπ». «Θέλω να φέρω το ποδήλατο και να κάνω προπόνηση τα απογεύματα» και μου είπε «εντάξει». Τον χαιρέτησα, βγήκα έξω και έβαλα τα κλάματα από τη χαρά μου! Γενικά κλαίω από χαρά, όχι από λύπη, δεν στεναχωριέμαι. Πράγματι, πήρα το ποδήλατο, φύγαμε από το Κέντρο Νέων και πήγαμε στο τάγμα, μπήκαμε με τα REO μέσα, κατεβάσαμε τα πράγματά μας μπροστά στον λόχο και ήρθε ο Κανάκης, ένας δόκιμος ανθυπολοχαγός που τον είχαμε εκεί διοικητή λόχου και άρχισε να ωρύεται: «Τι;;; Ποδήλατο στον λόχο; Τι είναι αυτά;»
 
Ξαναζήτησα ακρόαση, πήγα κάτω στο διοικητήριο, είπα πώς είχε η κατάσταση, με ήξεραν διάφοροι εκεί και ο διοικητής (με τον οποίο συνεχίζουμε να έχουμε επαφή, όλοι που ήμασταν στο τάγμα, έχουμε κάνει σύλλογο και βρεθήκαμε μετά από 40 χρόνια στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα πρόσφατα, πριν λίγες μέρες) μου είπε «εντάξει, θα κάνεις προπόνηση». Και ζήτησα να μην κάνω υπηρεσίες, οπότε είπε στον διμοιρίτη μου, «να τον βάλεις θαλαμοφύλακα». Αποτέλεσμα, και στο Κέντρο Νέων και στο τάγμα, δεν έκατσα ούτε μια μέρα μέσα. Είχα απαλλαγεί από τη γυμναστική, από πορείες, από σκηνάκια και τέτοια. Και στο τέλος της χρονιάς, όταν πλέον είχα κατακτήσει και πανελλήνιο πρωτάθλημα, αλλά και νίκες σε άλλους αγώνες σε δρόμο και πίστα, με ήξεραν πλέον όλοι, ήμουνα άρχοντας!

Στο ποδηλατοδρόμιο Διαγόρας της Ρόδου το 1980, την εποχή της στρατιωτικής θητείας του στο νησί / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΕ, ΘΕΣ ΚΟΥΡΕΜΑ!

Μου φυλάγανε φαγητό τα βράδια, όταν γύριζα από την προπόνηση, τέτοιες περιποιήσεις! Μετά, μια μέρα με είδε ο διοικητής που κατέβαινα μέσα στο τάγμα βολίδα, μου φώναξε «εεεε, που τρέχεις εδώ μέσα;» και μου είπε να το αφήνω στην πύλη το ποδήλατο. Και το άφηνα εκεί και πήγαινα με τις παντόφλες στον λόχο. Περάσαμε πολύ ωραία στη Ρόδο, θυμάμαι ερχόταν ο Βογιατζής και με έπαιρνε από το αεροδρόμιο, γιατί ταξίδευα σχεδόν κάθε εβδομάδα, έπαιρνα άδειες συνέχεια. Αλλά ο διοικητής τι έκανε; Αφού μου έδωσε μια άδεια – ήταν τότε Ιανουάριος και τον Μάρτιο είχαμε τις προκρίσεις για να φορμαριστεί η Εθνική ομάδα ενόψει των αγώνων που ακολουθούσαν – με έβγαλε ο ίδιος στην αναφορά το πρωί. Και μου είπε «τι έκανες Κανελλόπουλε; Που είχες πάει;»
 
«Είχα πάει εκεί, εκεί κι εκεί κύριε Διοικητά». «Και τι έκανες στους αγώνες;» «Στον ένα ήρθα πρώτος και στον άλλο δεύτερος». «Μπράβο παιδί μου, συγχαρητήρια, αξίζεις τις άδειες που σου δίνουμε και τις διευκολύνσεις που σου κάνουμε». Έτσι λοιπόν, μόκο όλοι, δεν μπορούσε να πει κανείς τίποτα! Διοικητής κέρβερος, τον έτρεμαν όλοι. «Κανελλόπουλε θες κούρεμα!» «Μάλιστα κύριε διοικητά», πήγαινα και κουρευόμουνα. Ο λοχαγός μας, που μετά έγινε μόνιμος, ήταν χρυσό παιδί, πολύ καλός άνθρωπος. Θυμάμαι, μου είχε βγάλει άδεια χωρίς να του το ζητήσω. Ήξερε ότι είχα αγώνα, με φώναξε και μου είπε «έτοιμη η άδειά σου»! Ένα χρόνο ακριβώς έμεινα εκεί και πήρα συνολικά 180 μέρες άδεια.
 
Και όταν έφυγα τον Νοέμβριο του ’80, δεν πήρα απόσπαση για τη Σωματική Αγωγή του στρατού, που ήρθα στην Αθήνα, αλλά μετάθεση, ήμουνα μόνιμος στη Σωματική Αγωγή, που τότε ήταν στον Διόνυσο. Και από εκεί πήρα το απολυτήριο, χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψω στο τάγμα μου. Προφανώς είχα πολύ καλό μέσον, αλλά ποιος το έκανε ώστε να πάρω μετάθεση, δεν το ξέρω. Τη μέρα που πήρα το απολυτήριο και περίμενα απέξω στη στάση, πέρασε ένα αυτοκίνητο, του έκανα ωτοστόπ, σταμάτησε και με πήρε. Και ο οδηγός ήταν ο διευθυντής του Πολιτεία Tennis Club, που ήταν γιος παλαίμαχου ποδηλάτη. Δεν γίνονται ούτε στα παραμύθια αυτά!
 
Αυτά με τη Ρόδο και τον στρατό. Τώρα που το ανέφερες, έχω τρέξει στην πίστα της Ρόδου, με όλον τον κόσμο να με βρίζει και άλλη φορά με όλον τον κόσμο να φωνάζει το όνομά μου! Εδώ στην Αθήνα, το ποδηλατοδρόμιο πάντα ήταν άδειο στους αγώνες, εκεί ήταν φουλ γεμάτο. Εδώ όμως στην Αθήνα, μεσάνυχτα, ήμασταν εμείς κι εμείς, δεν υπήρχε ψυχή. Στους αγώνες έρχονταν μόνο οι παρατρεχάμενοι γύρω από την ποδηλασία. Κάτι σιρκουί που γίνονταν, όπως στο Μαρούσι, ή στο Ελληνικό που είχα τρέξει με τον Μανιάτη, μ’ αυτόν είχαμε «χτυπηθεί», ή στο Αιγάλεω, μάζευαν αρκετό κόσμο. Ο Γύρος Ελλάδας τότε μάζευε κόσμο εδώ στην Αθήνα, τώρα βρίζουν γιατί σταματάει η κυκλοφορία, μπλοκάρουν οι οδηγοί κλπ.

H ελληνική εθνική ομάδα στον γύρο του Bergamo το 1980. Από αριστερά Κανέλλος Κανελλόπουλος, Ηλίας Κελεσίδης, Βαγγέλης Παπαδάκης, Θωμάς Τιμαμόπουλος και μπροστά ο Νίκος Λουλούκος / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ… ΦΙΛΙΑ

Πολλές ιστορίες, από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις. Στον γύρο Τουρκίας είχε συμβεί το εξής: σε ένα καλό ανηφοράκι, έκανα ένα «μπαμ» και έφυγα, με ακολούθησαν κάποιοι και σχηματίστηκε ένα καλό γκρουπάκι. Ήταν μέσα ένας Ρώσος, ένας Τούρκος, ένας Πολωνός, συνολικά 5-6 άτομα, κάναμε αλλαγές και αφήσαμε τους άλλους πίσω. Ο δικός μας προπονητής είχε δώσει στο αυτοκίνητο των Τούρκων – είχαν καλές σχέσεις – εφεδρικές ρόδες για μένα, στην περίπτωση που προέκυπτε κάποιο σκασμένο ελαστικό, έτσι ώστε το δικό μας αμάξι να μείνει μαζί με το πελοτόν για να καλύψει τους υπόλοιπους Έλληνες αθλητές.
 
Πράγματι, 15-20 χιλιόμετρα πριν τον τερματισμό, έπαθα λάστιχο, έμεινα πίσω, συνέχισαν οι υπόλοιποι και ήρθε το τουρκικό αυτοκίνητο να μου δώσει τροχό. Όμως του φώναζαν να καθυστερήσει και εκείνος ο φουκαράς δεν ήξερε τι να κάνει. Ηθικά ήθελε να με βοηθήσει, οι άλλοι του έλεγαν «κόψε-κόψε» και τελικά πήρα τη ρόδα και την έβαλα μόνος μου. Συνέχισα μόνος μου και τους ξανάπιασα μπροστά. Είχαμε ανηφορικό τερματισμό, σπριντάρισα και τους κέρδισα, πήρα τη φανέλα της γενικής και την κράτησα. Την επόμενη μέρα το πρωί, πριν ξεκινήσει το επόμενο ετάπ, μου έδωσαν τη φανέλα και μου λέει ο δήμαρχος την ώρα που μου τη φορούσε, «ούτε τον γιο μου δεν έχω ντύσει»! Σαν να μου έλεγε, δεν έχω ντύσει ποτέ τα παιδιά μου και τώρα ντύνω έναν Έλληνα.
 
Άλλη μια φορά, το 1983, στους Μεσογειακούς στην Καζαμπλάνκα, ήμασταν ένα γκρουπ αποσπασμένο από τα πρώτα χιλιόμετρα (Γάλλος, Ιταλός, Γιουγκοσλάβος, Ισπανός κι εγώ), πολύ καλό ξεκόλλημα αν και η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη, είχαμε πάρει 5 λεπτά από το πελοτόν και ήρθε ένας Μαροκινός από πίσω και μας έπιασε. Ο Μαροκινός μόνος του, έφυγε από το μεγάλο γκρουπ πέντε λεπτά πίσω και έπιασε εμάς που κάναμε αλλαγές του σκοτωμού! Δηλαδή, ούτε στα παραμύθια δεν γίνονται αυτά! Εκεί τελικά πήρα τη δεύτερη θέση, γιατί με νίκησε στον τερματισμό ο Γιουγκοσλάβος. Είχαμε αντίθετο άνεμο, δεν μπόρεσα να κάνω το σπριντ με το πάτημα που ήθελα, ξεκίνησα πρώτος και τελικά με πέρασε ο αντίπαλος. Σε εκείνον τον αγώνα, έτρεχε τότε, πολύ μικρός ακόμα, ο μετέπειτα πέντε φορές νικητής του Γύρου Γαλλίας, Μιγκέλ Ιντουράιν!

Η… ΚΑΦΡΙΛΑ ΣΤΗΝ ΑΛΓΕΡΙΑ

TCJ: Περιπετειώδης ήταν και ο Γύρος της Αλγερίας, σωστά;

Ναι, εκεί ήταν καφρίλα σκέτη! Εκεί τρέξαμε δυο γύρους, τον γύρο της Άναμπα, έναν μικρότερο γύρο, στον οποίο ήρθα δεύτερος και μετά στον γύρο Αλγερίας, είχα τη φανέλα, γιατί είχα κερδίσει ένα ετάπ με ξεκόλλημα, μαζί με έναν Σύριο που δεν είχε αντέξει στο τέλος σε μια ανηφόρα και τον είχα περάσει. Όμως ο Κελεσίδης τσακώθηκε με κάποιους από τους Αλγερινούς μια μέρα, τον πειράζανε, τον εμπόδιζαν και τους έκανε μια έτσι, με αποτέλεσμα να πέσει ένας από αυτούς. Το κρατήσανε μανιάτικο, οπότε την επόμενη μέρα έριξαν αυτοί με τη σειρά τους τον Κελεσίδη. Εκείνος σηκώθηκε πάνω και πλακώθηκε μαζί τους, εν πάση περιπτώσει δημιουργήθηκε μια βεντέτα. Με πρόσχημα όλο αυτό, σε ένα από τα επόμενα ετάπ, όπως πηγαίναμε μέσα στο μεγάλο γκρουπ, ήρθε ένας ποδηλάτης από την εθνική Αλγερίας και μου χτύπησε ξαφνικά το τιμόνι, διπλώνοντάς με κάτω.
 
Εν τω μεταξύ, μπροστά ήταν ένα ξεκολλημένο γκρουπάκι, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Κατσέλης, περίπου στο ένα, ενάμισι λεπτό. Δεν θυμάμαι ακριβώς αν είχε πέσει ο Κατσέλης ή αν τον είχαν ρίξει, μετά όμως είχαν πάει οι μηχανικοί της αλγερινής ομάδας και του πατούσαν το ποδήλατο, τις ρόδες. Και σε μένα, όταν σταμάτησε δίπλα μου ο Πάβελ Ντόλεζαλ (σ.σ. Τσέχος προπονητής της Εθνικής Ελλάδας) με το αυτοκίνητο και με ρώτησε τι έγινε, του είπα ότι με είχαν ρίξει επίτηδες. Όταν τερματίσαμε, επικοινωνήσαμε με την Ομοσπονδία, τους είπαμε τι είχε συμβεί και μας είπαν να σηκωθούμε να φύγουμε, όπως και έγινε. Μάλιστα, εκείνο το τελευταίο βράδυ, που τρώγαμε στο εστιατόριο όλοι μαζί οι αθλητές και οι άνθρωποι του γύρου, εκείνος που με είχε ρίξει, δεν κατέβηκε από το δωμάτιό του στο φαγητό. Οι Αλγερινοί μας παρακαλούσαν να μη φύγουμε, μας ζητούσαν συγνώμη, αλλά η απόφαση είχε παρθεί και την επόμενη επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Μου έμεινε η φανέλα…!

Μιχάλης Φαραντάκης, Γιώργος Παγούνας, Γιώργος Κατσέλης, Γιώργος Λεβεντάκης, Γιώργος Μανιάτης και Κανέλλος Κανελλόπουλος στη Δαμασκό, στο περιθώριο των Μεσογειακών Αγώνων του 1987 στη Λατάκεια της Συρίας / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

Ο ΝΤΟΛΕΖΑΛ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ

Με τον Πάβελ Ντόλεζαλ που ήρθε το 1984 στην Εθνική ομάδα, κάναμε πολύ σκληρή, πολύ σοβαρή προπόνηση. Είχαμε συναντηθεί πριν λίγα χρόνια στη Ρόδο, στην Historica. Αυτός έφερε πιο επιστημονική προπόνηση. Κάναμε προετοιμασία και σε ένα τσέχικο εργαστήριο που είχαμε πάει για αγώνες πίστας και κάτι εξετάσεις αίματος και εργομέτρηση. Τότε ερχόταν το τέλος της σεζόν και σερνόμασταν όλοι, εξαντλημένοι. Μην ξεχνάτε ότι εμείς φορμαριζόμασταν νωρίς, για τους γύρους Ελλάδας, όμως κανείς δεν μας είχε πει ότι δεν γίνονταν έτσι τα πράγματα.
 
Δεν γίνεται να πιάνεις το peak της φόρμας σου για να τρέξεις τον Γύρο Ελλάδας και στη συνέχεια να πηγαίνεις σε όλους τους επόμενους αγώνες και να περιμένουν αποτελέσματα από εσένα. Δεν υπήρχαν ας πούμε κάποιοι αγώνες που θα τους χρησιμοποιούσαμε ως προετοιμασία, όχι, σε κάθε μας συμμετοχή ήθελαν διακρίσεις. Ερχόταν το καλοκαίρι και μας πλάκωναν στην προπόνηση, που το καλοκαίρι στην Ελλάδα αυτό είναι απαγορευτικό με τόσο υψηλές θερμοκρασίες. Δεν γίνεται να κάνεις εδώ εντατική προπόνηση και πολλά χιλιόμετρα με τόσο πολλή ζέστη. Εκτός και αν έχεις πολύ καλή παρακολούθηση, πού βρίσκεσαι, αν σου λείπουν ηλεκτρολύτες κλπ. Θυμάμαι, κάναμε προετοιμασία για τους Βαλκανικούς Αγώνες που θα γίνονταν εδώ στην Ελλάδα, τότε που είχε κερδίσει ο Κελεσίδης.

Από την Βαλκανιάδα πίστας στο Ικόνιο της Τουρκίας το 1985. Στην εκκίνηση των 4000μ. o Κανέλλος Κανελλόπουλος με τον Ομοσπονδιακό τεχνικό Pavel Dolezal / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΕΞΑΝΤΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ 40 ΒΑΘΜΟΥΣ

Η διαδρομή ήταν εύκολη, ο αγώνας πήγαινε στο σπριντ και εκεί «καθάριζε» ο Κελεσίδης, που ήταν πολύ καλός σπρίντερ δρόμου, είχε φοβερό σπριντ. Δεν είχε ανάγκη να του ανοίξουμε εμείς το σπριντ, λίγο τον βοηθούσαμε στην αρχή, όμως το κυρίως σπριντ το έβγαζε μόνος του. Κλείνω όμως την παρένθεση, γιατί αλλού ήθελα να καταλήξω. Κάναμε λοιπόν την προπόνηση και τρέχαμε τη διαδρομή που θα τρέχαμε και στον αγώνα, ένα σιρκουί στα Μεσόγεια, μετά στο Σούνιο, ανεβαίναμε στην Παιανία, στροφή προς Καλύβια κλπ. Στο συγκεκριμένο σημείο, στην ευθεία του Μαρκόπουλου, που φτάναμε για να στρίψουμε στην Παιανία και να συνεχίσουμε προς Κορωπί, σε κάθε προπόνηση, στο ίδιο σημείο πάθαινα κράμπα. Δεν επιτρέπεται σε τέτοιο επίπεδο να παθαίνεις κράμπες στην προπόνηση. Που σημαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάποια έλλειψη υπήρχε. Και το καλοκαίρι οι ηλεκτρολύτες είναι κάτι πολύ βασικό.
 
Και δεν είναι όλοι οι οργανισμοί ίδιοι, έτσι; Μπορεί κάποιον να τον «πεθάνεις» στην προπόνηση και να μην παρουσιάσει τίποτα και κάποιος άλλος να «λιώσει». Εγώ είχα πρόβλημα αποκατάστασης και επαναφοράς από μέρα σε μέρα, άρα δεν με βόλευε η καταπονητική προπόνηση. Εγώ ήθελα προπονήσεις με καλύτερο ρεπό και πολύ δυνατές. Αυτό κάνω και τώρα, αυτό έκανα και τότε. Αυτό αισθανόμουν ότι μου ταιριάζει. Αλλά τα προγράμματα τότε ήταν αλλιώς. Να πηγαίνεις μέσα στη ζέστη για 4-5 ώρες με 38-39 βαθμούς μέσα στον ντάλα ήλιο, να τρέχεις 140 χιλιόμετρα και το απόγευμα να ξαναβγαίνεις υποχρεωτικά για ένα χαλάρωμα, άλλα 25 χιλιόμετρα. Πόσο ν’ αντέξεις; Πάρα πολλή κούραση. Στα παγκόσμια πρωταθλήματα υπολογίζαμε μόνο στο ομαδικό, να φέρουμε ας πούμε μια θέση στη δεκάδα, κολοκύθια δηλαδή. Προτελευταίοι πάντα, δυο θέσεις πριν το τέλος, εκεί.
 
Υποτίθεται ότι γι’ αυτό ετοιμαζόμασταν όλο τον χρόνο. Εντάξει, το ομαδικό ήταν το στοιχείο μου. Αυτό ήταν το αγώνισμά μου εμένα. Ταίριαζε στον οργανισμό μου. Ένταση, χαλάρωμα, ένταση, χαλάρωμα, ένταση, χαλάρωμα σε όλον τον αγώνα. Το 1983 που βρέθηκα σε πολύ καλή κατάσταση στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα που διεξαγόταν στην Ελβετία, τα είχα πάει καλά και στο ατομικό, αλλά πήγαμε μια βόλτα στη Γερμανία (πριν το ατομικό και μετά το ομαδικό), «είναι δίπλα, εδώ» μας είχε πει το παιδί που μας συνόδευε και τελικά κάναμε 120 χιλιόμετρα, φάγαμε δυόμισι ώρες μαζί με κάτι ελέγχους στα σύνορα. Ήταν να επισκεφτούμε ένα εργοστάσιο με συμπληρώματα διατροφής και περάσαμε μισή μέρα μέσα στο αυτοκίνητο συν την ορθοστασία.

ΑΛΛΑΓΗ 15 ΛΕΠΤΩΝ ΣΤΟ ΟΜΑΔΙΚΟ!

Και όλα αυτά, μετά το ομαδικό των 100 χιλιομέτρων, που είναι ό,τι πιο εξουθενωτικό. Που έτσι και αλλιώς, αν τρέξεις το ομαδικό την Πέμπτη, το Σάββατο στο ατομικό δεν είσαι καλά. Με μόνο μια μέρα ρεπό δεν συνέρχεσαι, χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο. Σε εκείνο το ομαδικό όμως, ίσως ήμουν στην καλύτερη στιγμή της καριέρας μου, τον ευχαριστήθηκα εκείνον τον αγώνα, όσο ήθελα, πήγαινε. Πριν την εκκίνηση, είχαμε πει ότι στόχος θα ήταν να ξεπεράσουμε δυο-τρεις ομάδες. Τότε ήταν η Βρετανία, η Ισπανία, αυτούς υπολογίζαμε μήπως και κερδίσουμε, επειδή δεν είχαν πολύ καλές ερασιτεχνικές ομάδες, αφού οι «καλοί» τους ήταν όλοι επαγγελματίες.
 
Με το που ξεκινήσαμε, είχε ξεσφίξει η ρόδα του Βάσκου και του κόλλησε στον σκελετό. Με το που φύγαμε δηλαδή, σταματήσαμε. Μέχρι να έρθει το αμάξι που ήταν οι μηχανικοί, καθυστερήσαμε. Με τι καρδιά να τρέξεις μετά απ’ αυτό και τι αποτέλεσμα να φέρεις. Πηγαίναμε με ένα δυνατό τέμπο, αλλά τίποτα το φοβερό. Οπότε αποφάσισα να μπω μπροστά και να κάνω πολύ δυνατές αλλαγές. Στο μεταξύ, ο Καναδάς που είχε ξεκινήσει ενάμισι λεπτό μετά από εμάς, μας προσπέρασε. Τους είχαμε μπροστά μας, στα πεντακόσια μέτρα περίπου, σχεδόν στα μισά της διαδρομής. Και μπήκα δίνοντας κάτι αλλαγές με απίστευτες δυνάμεις, βρέθηκα μπροστά σε μια αλλαγή για δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά (!), προσπεράσαμε τον Καναδά, τους καλύψαμε το ενάμισι λεπτό που μας είχαν καλύψει και τους ρίξαμε ακόμα ενάμισι λεπτό!

Στην εκκίνηση του γύρου Carrera transpeninsular international Baja California Mexico του 1980. Από αριστερά Ηλίας Κελεσίδης, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Στέλιος Βάσκος, Νίκος Λουλούκος, Μιχάλης Κούντρας / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΠΤΩΣΗ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ ΚΑΙ ΑΜΝΗΣΙΑ

TCJ: Το περιστατικό με την πτώση στο Μεξικό το θυμάσαι;

Βέβαια, πολύ καλά. Ήταν το 1980, είχα πάρει άδεια από τον στρατό, κάναμε μια μικρή προετοιμασία προς Λαμία, Τρίκαλα και πάλι πίσω. Μάλιστα, επάνω σε αυτή την προετοιμασία παντρευόταν η αδερφή μου και δεν πήγα στον γάμο. Θυμάμαι την πήρα το βράδυ τηλέφωνο από τη Λαμία για να της ευχηθώ. Κάναμε λοιπόν προετοιμασία-προπόνηση, αλλά ήταν σαν αγώνας μεταξύ μας, σοβαρός, όχι αστεία. Θυμάμαι την κατηφόρα όπως επιστρέφαμε προς Λαμία, να πηγαίνουμε με τον Κελεσίδη πλακωμένοι, μέσα από τα αυτοκίνητα, όσο πήγαινε! Μιλάμε για τρέλα!
 
Μετά πήγαμε στο Μεξικό, μεγάλο ταξίδι. Εκεί τρέξαμε στον Γύρο της Νότιας Καλιφόρνιας, μια χερσόνησο που ξεκινάει βόρεια στο Μεχικάλι και καταλήγει νότια στη Λα Πας, δυτικά της Θάλασσας του Κορτές (σ.σ. κόλπος του Μεξικού). Το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα ήταν μέσα στην έρημο. Πηγαίναμε καλά εκεί, και ο Κελεσίδης πήγαινε καλά. Αυτός που κέρδισε τον αγώνα, κέρδισε και το παγκόσμιο πρωτάθλημα μετά (σ.σ. ερασιτεχνών), ο Αντρέι Βεντερνίκοφ, ο Ρώσος. Εγώ είχα μια καλή θέση στη γενική. Στην αρχή δεν τα είχαμε πάει πολύ καλά, στο πρώτο ετάπ μας είχε φύγει ένα γκρουπ, στο δεύτερο είχε μια πολύ μεγάλη ανηφόρα και κατεβαίνοντας μετά, τερματίσαμε στην Τιχουάνα. Εκεί είχε πάει ο Λουλούκος καλά, είχε σπριντάρει και νομίζω είχε έρθει 6ος.
 
Τις υπόλοιπες μέρες το παλεύαμε. Σε ένα ετάπ, σε μια ευθεία φύσαγε πολύ, πλάγιος άνεμος και το γκρουπ είχε πάρει σχηματισμό βεντάλιας. Το θυμάμαι σαν όνειρο, μετά όμως, γιατί εκείνη την ώρα δεν θυμόμουνα τίποτα. Και όπως κάναμε τις αλλαγές, την ώρα που ήμουν στην άκρη, είχε χώμα δίπλα, μας προσπέρασαν τα αυτοκίνητα του αγώνα και ένα από αυτά με παρέσυρε και έπεσα. Τους το είπα εκείνη τη στιγμή τι είχε συμβεί, μετά όμως για δυο ώρες δεν θυμόμουνα τίποτα, είχα χάσει τελείως τη μνήμη μου. Και κάθε φορά που έβλεπα τη φάτσα μου στον καθρέφτη, έλεγα ωχ, πώς έγινα έτσι ρε παιδιά; Και μετά ξανά το ίδιο και ξανά το ίδιο. Και μετά επανήλθα σιγά-σιγά. Είχα χτυπήσει παντού. Με είχαν πάει και στο νοσοκομείο, μετά φυσικά εγκατέλειψα.
 
Εκείνο ήταν 22 μέρες ταξίδι. Είχαμε πάει στο Μεξικό μερικές μέρες πριν, μετά πήγαμε αεροπορικώς από το Μέξικο Σίτι στο Μεχικάλι, κάτσαμε και εκεί άλλες δυο-τρεις μέρες, ακολούθησε ο αγώνας με 8 ετάπ και μια μέρα ρεπό, βάλε και κάνα δυο μέρες ακόμα στη Λα Πας μέχρι να επιστρέψουμε στο Μέξικο Σίτι, άλλες δυο μέρες εκεί μέχρι να φύγουμε. Και δεν είχε επικοινωνία εδώ, δηλαδή μας είχαν χάσει, δεν ήξεραν τι γίνεται, μιλάμε για τέτοιο σκηνικό. Και τα ξενοδοχεία που μέναμε εκεί, μέσα στην έρημο, ήταν λίγα και για να χωρέσουμε όλοι, ρίχναμε κάτω τα στρώματα και κοιμόμασταν όπως στον στρατό!

Η διαπίστευση αθλητή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες Los Angeles 1984 / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

19 ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ!

TCJ: Πώς ήταν η εμπειρία της συμμετοχής σου στους Ολυμπιακούς Αγώνες;

Είχαμε επιλεγεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες. Ο Κελεσίδης είχε κερδίσει τους Βαλκανικούς, εγώ την προηγούμενη χρονιά είχα έρθει 2ος στους Μεσογειακούς. Δεν υπήρχαν τότε όρια και βαθμολογίες όπως σήμερα. Μια-δυο μέρες πριν φύγουμε για την Αμερική, είχα φάει μια τούμπα στην προπόνηση. Έκανα «κολλητήρι» πίσω από το αυτοκίνητο του Τσαφαντάκη, που ήταν τότε ο προπονητής μας και εκεί, μετά τα Λεγρενά, στην ευθεία λίγο πριν πιάσουμε το ανηφοράκι για το Σούνιο, ενώ πηγαίναμε με 60 χλμ/ώρα φούλ, είχε κάτω στην άσφαλτο παγωμένο χυμένο μπετό και έπεσα, χτύπησα αρκετά. Στην πλάτη, στα χέρια, στα πόδια και πήγα «μπαλωμένος» στους Ολυμπιακούς. Εκτός από την πτώση εκείνη, γενικά μέσα στον αγώνα στο Λος Άντζελες, δεν ένιωθα καλά.
 
Ο οργανισμός δεν είχε συνηθίσει την αλλαγή και δεν είχα συνέλθει από την ταλαιπωρία του υπερατλαντικού ταξιδιού. Αυτό το διαπίστωσα μετά από χρόνια, με τα ταξίδια που κάνω για την αγιογραφία στην Αμερική, στην Αυστραλία κλπ. Κανονικά θες τρεις εβδομάδες. Στην αρχή, όταν φτάνεις, για τις δυο πρώτες μέρες, νιώθεις σαν να έχεις τελειώσει έναν γύρο και είναι τα πόδια σου χάλια. Τέλος πάντων, στον αγώνα στους Ολυμπιακούς είχα πτώση, μου είχαν κάνει 19 ακτινογραφίες για να σιγουρευτούν ότι δεν είχα πάθει ζημιά στον αυχένα, μετά είδαν ότι φορούσα έναν σταυρό με ασημένια αλυσίδα που δεν θα έπρεπε να τον φοράω στο ακτινολογικό μηχάνημα και άντε πάλι καινούργιες ακτινογραφίες! Δεν είχα πάθει κάτι σοβαρό, απλώς ένα γδάρσιμο.

ΜΕ ΤΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ ΤΗΣ ΣΕΟΥΛ ΑΜΑΝΑΤΙ

TCJ: Το ’88 στη Σεούλ; Πώς και δεν ξαναπήγες στους Ολυμπιακούς Αγώνες;

Έχω και φωτογραφίες που ήμουν λαμπαδηδρόμος στην Πάτρα, είχα παραδώσει τη φλόγα για να φύγει από την πόλη. Και είχα πει στους Κορεάτες που ήταν εκεί στην τελετή, ως αντιπρόσωποι της Σεούλ, ότι θα πήγαινα και εγώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Γιατί πράγματι ήταν να πάμε. Είχα κάνει και κάποια καλά αποτελέσματα πριν. Είχαν γίνει όλες οι διαδικασίες, μας πήραν τα μέτρα, προβάραμε τα κοστούμια και μετά, τελευταία στιγμή, μου είπαν, ξέρεις, δεν θα πας, δεν είχες καλά αποτελέσματα!
 
Το θυμήθηκαν αυτό λοιπόν, αφού είχε ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία. Αυτό το κάνεις πριν, όχι μετά. Τελικά τους έμειναν τα κοστούμια! Και τότε, με την ίδια δικαιολογία, απέκλεισαν και τη Δάρα (σ.σ. κολύμβηση) και τον Καλογιάννη (σ.σ. στίβος). Από ό,τι μάθαμε όμως, επειδή οι θέσεις ήταν περιορισμένες – είχαν βάλει δυο αεροπλάνα για να πάνε όλες οι αποστολές και οι συνοδοί – κάποιοι του «κυκλώματος» βρήκαν κενές θέσεις και μπήκαν. Από εκεί και μετά, εγώ συνέχισα για τέσσερα χρόνια ακόμα, αλλά δεν ήταν χρόνια καλά.

Με τον Ηλία Κελεσίδη στο Λος Άντζελες το 1984, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ ΠΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΛΛΟΥ

Στην Ιαπωνία που πήγαμε το 1990, εκεί ήταν η αρχή του τέλους της ποδηλασίας που έζησα εγώ, την ποδηλασία δηλαδή που είναι «προ Κανέλλου» και «μετά Κανέλλου». Εκεί είχαμε πάει μεγάλο ταξίδι, μας είχαν στείλει μια εβδομάδα νωρίτερα για να προετοιμαστούμε ώστε να πάμε καλά στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στην Ουτσουνομίγια. Εκεί ήταν η νέα γενιά των ποδηλατών, ο Σκυλοδήμος, ο Καμπαγιάννης, ο Φαραντάκης νομίζω. Θα τρέχαμε το ομαδικό κλασικά και το ατομικό την Κυριακή. Οι Βούλγαροι ήρθαν παραμονή του αγώνα και τελικά πήραν την 4η, την 6η θέση, κάτι τέτοιο. Μια ομάδα που ήταν καλύτερη από μας, αλλά κοντά σε μας. Και λέγαμε μεταξύ μας, αποκλείεται αυτοί να φέρουν καλό αποτέλεσμα, εμείς ήμασταν ήδη μια εβδομάδα εκεί για να εγκλιματιστούμε.
 
Τελικά όμως δεν πήγαμε καθόλου καλά. Και στο ατομικό επίσης χάλια. Χάσαμε το πρώτο γκρουπ, μείναμε με άλλα γκρουπάκια, μας κοροϊδεύανε οι Βούλγαροι, κοντεύανε να μας πιάσουν γύρο οι πρώτοι, δεν ήταν ωραίο, δεν μου άρεσε σε αυτή την ηλικία να το ζω αυτό, οπότε σταματήσαμε. Σε άλλα παγκόσμια πρωταθλήματα που είχαμε τρέξει, δεν είχαμε σταματήσει, τερματίζαμε. Έστω σε μια θέση 40ος, 60ος, που στα 200 σχεδόν άτομα δεν ήταν κακό αποτέλεσμα. Και αυτό – το ότι εγκαταλείψαμε – δεν άρεσε καθόλου στους ανθρώπους της Ομοσπονδίας. Θεωρούσαν ότι είχαμε γράψει τόσο το ομαδικό όσο και το ατομικό στα παλιά μας τα παπούτσια, μας είχαν κατηγορήσει ότι ήμασταν αδιάφοροι και τα ρέστα.

Η εθνική ομάδα σε ώρα φαγητού στην Ουτσουνομίγια της Ιαπωνίας. Από αριστερά Ανδρέας Πολυχρόνης, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Παναγιώτης Σκυλοδήμος, η γιαπωνέζα διερμηνέας, Λουκάς Καταπόδης, Γιώργος Βασιλάκης. Στη δεξιά πλευρά ο Κώστας Καμπαγιάννης / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΜΕ ΤΟ DENON ΠΑΡΑΜΑΣΧΑΛΑ!

Εγώ εν τω μεταξύ είχα μια παραγγελία από τη μέλλουσα πεθερά μου, να της πάρω ένα στερεοφωνικό, βρήκα ένα DENON με τρία κομμάτια και τα δυο ηχεία. Τα στήσαμε μέσα στο δωμάτιο και ακούγαμε κασέτες, Μάκη Χριστοδουλόπουλο και τέτοια κόλπα και μπήκε μέσα ο Κελεσίδης που τότε ήταν προπονητής μας, μας είδε που γελάγαμε και γλεντάγαμε και φρίκαρε τελείως! Εν τω μεταξύ, εμάς μας είχε πιάσει ένα νευρικό γέλιο, να μην μπορούμε να σταματήσουμε με τίποτα!
 
Μας ενημέρωσαν οι συνοδοί ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσουν υπέρβαρο για το στερεοφωνικό και όταν πήγαμε στο γκισέ του αεροδρομίου για να παραδώσουμε τις αποσκευές, ανοίξαμε τα κουτιά και πήρε ένα ηχείο ο ένας, ένα ηχείο ο άλλος, τον ενισχυτή ένας τρίτος – δεν υπήρχαν τότε οι περιορισμοί που υπάρχουν σήμερα στις πτήσεις – και τα πήραμε παραμάσχαλα μέσα στο αεροπλάνο! Όταν γυρίσαμε πίσω, μας περίμενε τιμωρία, μας κόψανε ένα μηνιάτικο, περίπου 150.000 δραχμές. Έκτοτε ψυχράθηκα τελείως με την όλη ιστορία που λέγεται ποδηλασία, συνέχισα ένα δυο χρονάκια ακόμα και μετά τέλος.

Ουτσουνομίγια, Ιαπωνία, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Δρόμου 1990. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με το περιβόητο Denon και το “Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες” του Μάκη Χριστοδουλόπουλου ανά χείρας / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

Ο ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΣΤΟΝ ΓΥΡΟ ΕΛΛΑΔΑΣ

TCJ: Να πάμε ξανά λίγο πίσω, στο 1981, να θυμηθούμε τον Γύρο Ελλάδας;

Ναι, είχαμε εκεί τρεις Έλληνες στο βάθρο (σ.σ. Κανελλόπουλος, Παπαδάκης, Κελεσίδης), αλλά ο συναγωνισμός ήταν υποτυπώδης. Εκεί είδαμε για πρώτη φορά τους Σκοπιανούς να φοράνε φανέλες που έγραφαν επάνω Macedonia, αλλά προφανώς τότε δεν γνωρίζαμε τι έπαιζε με το θέμα. Ούτε με την πολιτική ασχολούμασταν, ούτε υπήρχε το ίντερνετ για να έχεις μια μεγαλύτερη πληροφόρηση. Βλέπαμε πράγματα περίεργα σ’ αυτές τις χώρες, αλλά δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. Για παράδειγμα, σε έναν γύρο Γιουγκοσλαβίας που είχα τρέξει μια χρονιά, ξεκινούσε από τα Σκόπια και την πρώτη μέρα είχαμε ένα σιρκουί μέσα στην πόλη. Και εκεί μας γιουχάρανε οι φίλαθλοι, δεν καταλαβαίναμε εμείς γιατί.
 
Για να επιστρέψω στον Γύρο Ελλάδας, ήταν ωραίος γύρος με ωραία ετάπ, είχε και ένα χρονόμετρο στην Πάρνηθα που μου ταίριαζε. Είχα καταρρίψει το ρεκόρ της ανάβασης, αλλά μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να το αναγνωρίσουν, επειδή ήταν σε ατομική χρονομέτρηση. Τρέξαμε στην Αράχοβα, κάναμε τον γύρο του Σουνίου, όπου είχα φάει δυο τούμπες. Ο πρόλογος που ξεκινούσαμε από τη Συγγρού και τερματίζαμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ήταν για κλάματα από πλευράς διοργάνωσης. Περνάγαμε μέσα από αυτοκίνητα (!), είχε μποτιλιάρισμα, ένας πανικός στα φανάρια, όλο αυτό σε ομαδικό χρονόμετρο! Τελείως ανεκδιήγητο όλο αυτό!
 
Το 1986 και το 1987 που είχα πάρει τη δεύτερη θέση, εντάξει, εκεί ήταν φυσιολογικοί αγώνες. Συμμετείχαν και μεγάλα ονόματα που στη συνέχεια πρωταγωνίστησαν στον διεθνή χώρο, καλοί ποδηλάτες. Γενικά τότε έρχονταν καλοί αθλητές στον Γύρο Ελλάδας, αλλά και στον Γύρο Θυσίας που διοργανωνόταν κάθε καλοκαίρι τον Αύγουστο στη Νίκαια. Εκεί είχα έρθει μια φορά πρώτος και άλλες τρεις-τέσσερις δεύτερος. Στον άλλο αγώνα Θυσίας, είχα έρθει πέντε φορές πρώτος, αλλά τότε η διαδρομή ήταν ανάποδα, από τα Καλάβρυτα στην Πάτρα. Πάντως δεν ήταν ποτέ σταθερή η διαδρομή, κάθε φορά υπήρχαν μικρές αλλαγές. Θα μου άρεσε να τρέξω και την καινούργια διαδρομή, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν τυχαίνει ποτέ να είμαι εδώ.

TCJ: Τα τελευταία τρία χρόνια, που ο Γύρος Ελλάδας επανήλθε ως διοργάνωση, έχεις παρακολουθήσει καθόλου είτε ως θεατής σε κάποιο ετάπ, είτε από την τηλεόραση;

Όχι, μόνο κάποιους τερματισμούς έχω δει στο youtube. Κατά τα άλλα, δεν τον έχω παρακολουθήσει. Με είχαν προσκαλέσει πάντως το 2022, στην επίσημη παρουσίαση εκείνης τη διοργάνωσης στο Ποδηλατοδρόμιο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μου είχαν ζητήσει να κάνω radio-tour, αλλά είχα αρνηθεί, επειδή μου το είχαν πει τελευταία στιγμή. Radio-tour έχω κάνει στη Ρόδο, τη χρονιά που είχε κερδίσει ο Φαμπιάν Καντσελάρα, δεν θυμάμαι ακριβώς αν ήταν το 2001 ή το 2002. Στο radio-tour τα πήγαινα καλά, επειδή μιλούσα σε κάθε ομάδα στη γλώσσα της. Γιατί μιλάω και τσέχικα και ρώσικα, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά. Αγγλικά και γαλλικά μια χαρά, τα υπόλοιπα από λίγο, έτσι; Τώρα όμως, με την αγιογραφία, έχω πολλές και μεγάλες υποχρεώσεις, οπότε δεν αδειάζω για τέτοια.

Το βάθρο των νικητών της γενικής κατάταξης του γύρου Ελλάδος 1986, από αριστερά ο 2ος Κανέλλος Κανελλόπουλος ο νικήτης Αυστριακός Ronald Konigshoffer και ο 3ος Βούλγαρος Dimitri Stantsev / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙΑ

TCJ: Όταν σταμάτησες την αγωνιστική δράση, υπήρξαν άνθρωποι από τον χώρο του αθλήματος που προσπάθησαν να σε πείσουν να γίνεις προπονητής;

Καταρχάς, τα τελευταία χρόνια ήμουν αποσπασμένος από το σχολείο μου στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, έκανα εκεί το πρωί κάποιες δουλειές γραφείου. Όταν σταμάτησα, με απέσπασαν στο Ποδηλατοδρόμιο, όπου μαζί με τον διευθυντή του ποδηλατοδρομίου κάναμε ένα πρόγραμμα για μικρά παιδιά, για να γνωρίσουν την ποδηλασία μέσα από την πίστα, που είναι και πιο ασφαλές. Είχε αγοράσει  το Ποδηλατοδρόμιο κάτι ποδήλατα, τα είχαμε φτιάξει, όλα μικρά μεγέθη για τα παιδιά. Είχαμε μαζέψει έναν αρκετά σημαντικό αριθμό από πιτσιρίκια, ήταν ωραίο πρόγραμμα, αλλά για μένα ήταν πολύ κουραστικό. Το κάναμε ή δυο ή τρεις χρονιές και έληξε το 1995. Αν θυμάμαι καλά, τότε άλλαξε το καθεστώς στο Ποδηλατοδρόμιο, οπότε δεν μπορούσα πλέον να αποσπαστώ εκεί. Άρα έπρεπε να επιστρέψω στο σχολείο μου.
 
Τότε ήταν που με βολιδοσκόπησαν οι άνθρωποι της Ομοσπονδίας, με ρώτησαν τι ήθελα να κάνω, τι θα μπορούσα να κάνω. Τους είχα απαντήσει ότι αυτό που έκανα με τα μικρά παιδιά, μου άρεσε. Γιατί δεν ήταν σκέτη προπόνηση, αλλά είχε και θεωρητικό μάθημα, τους έδειχνα βίντεο, γνώριζαν και την ποδηλασία σαν άθλημα. Μου είπαν ότι δεν τους ενδιέφερε αυτό και ότι ήθελαν να αναλάβω προπονητής στους έφηβους. Τους είπα ότι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, μου απάντησαν ότι δεν μπορούσαν να μου προσφέρουν κάποιο άλλο πόστο, τους είπα «γεια σας» και αυτό ήταν. Να προσθέσω εδώ, ότι τους είχα αντιπροτείνει να αναλάβω έναν θεωρητικό τομέα, δηλαδή τον τομέα επιμόρφωσης, σεμιναρίων κλπ για την ελληνική ποδηλασία. Δεν το ήθελαν. Δεν υπήρχε τέτοια προοπτική και έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ευτυχώς για μένα.

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ

Δεν το κρύβω ότι δεν μου αρέσει η δουλειά του προπονητή για συγκεκριμένους λόγους. Θα έπρεπε να έρχομαι σε τριβή με παράγοντες, που ήταν και το πιο κουραστικό πράγμα που υπήρχε στην ποδηλασία. Ψυχικά δεν με πείραζε η κούραση, η προπόνηση, όλα αυτά, όμως δεν μπορούσα την τριβή με τους παράγοντες. Κάθε τόσο, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, υπήρχαν αιτίες τριβής. Δεν τα πήγαινα καλά μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ενώ υποτίθεται ότι ήμασταν όλοι μια οικογένεια στην ποδηλασία, δεν ήταν έτσι, επειδή ουσιαστικά υπήρχαν δυο στρατόπεδα, «αυτοί και εμείς». Υπήρχε πάντα ένα ψιλοεχθρικό κλίμα, αυτή η αίσθηση μου έχει μείνει. Επίσης, θα έπρεπε να έρθω σε τριβή και με άλλους προπονητές, αλλά και να έχω συνεχώς στο μυαλό μου το πρόβλημα του κάθε αθλητή που θα είχα απέναντί μου.
 
Θέλω αυτό, θέλω εκείνο, μου χάλασε αυτό, που θα βρω το άλλο, μου λείπει αυτό, τα βλέπω από τον Μανιάτη που είναι προπονητής, με τη διαφορά ότι του Γιώργου του αρέσει αυτή η δουλειά. Πρόκειται για πολύ καλό προπονητή, γιατί ό,τι κάνει, το ζει. Εγώ δεν ήμουνα τέτοιος άνθρωπος, ήμουν πιο κλειστός, του εαυτού μου. Ο προπονητής είναι πολύ κοινωνικός ρόλος, έχει να κουμαντάρει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων, τους αθλητές, τους γονείς τους, τους παράγοντες. Μιλάμε για πραγματικό κυκεώνα. Πρέπει να έχεις τεράστια ψυχικά αποθέματα για να τα διαχειριστείς αυτά.
 
Εγώ έχω τεράστια ψυχικά αποθέματα, αλλά όχι για τέτοιου είδους προβλήματα. Δεν ήθελα να βάλω τον εαυτό μου σε τέτοια διαδικασία. Επίσης, δεν ήθελα να κάνω τη ζωή αυτή, δηλαδή έφαγα είκοσι χρόνια να κάνω ποδήλατο και μετά θα έπρεπε να περάσω και την υπόλοιπη ζωή μου να τσακώνομαι κάθε μέρα, να πικραίνομαι, συν ότι θα έπρεπε να ακολουθώ με το αμάξι τους ποδηλάτες. Αυτό δεν το ήθελα με τίποτα, δεν πληρώνεται η δουλειά του προπονητή. Συν ότι το μπάτζετ για κάθε προπονητή, είναι από υπερβολικά χαμηλό έως γελοίο, πάντα σύμφωνα με τη δική μου γνώμη.

Κανέλλος Κανελλόπουλος και Γιώργος Μανιάτης λίγο πριν από προπόνηση το 2017 / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

ΒΑΛΒΕΡΔΕ, ΕΒΕΝΠΟΥΛ & ΦΑΝ ΝΤΕΡ ΠΟΥΛ

TCJ: Φαντάζομαι, όταν σταμάτησες την αγωνιστική δράση, σε αυτά τα περίπου 30 χρόνια που έχουν περάσει από τότε, συνέχισες να παρακολουθείς αγώνες. Θέλεις να μου πεις αν υπάρχουν κάποιοι ποδηλάτες που σου άρεσαν, που σε εντυπωσίασαν από τις νεώτερες γενιές;

Φυσικά και παρακολουθώ αγώνες, ειδικά τώρα με το ίντερνετ είναι πολύ εύκολο. Για να καταλάβεις, μόλις ανοίξω την κεντρική σελίδα του youtube, αμέσως γεμίζει με βίντεο από ποδηλατικούς αγώνες. Από τους δικούς μας, ο Αναστόπουλος ήταν πάρα πολύ καλός ποδηλάτης, είχε φανεί αυτό από την αρχή. Και ο Ταμουρίδης νομίζω ότι ήταν εξαιρετικός, πιστεύω ότι ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο που έχει περάσει από την ελληνική ποδηλασία. Από τους ξένους, δεν συμπάθησα ποτέ μου τον Άρμστρονγκ, δεν συμπάθησα ποτέ μου τον Φρουμ, αντίθετα μου αρέσουν πολύ ο Έβενπουλ και ο Φαν ντερ Πουλ. Επίσης ο Βαλβέρδε, με τον οποίο έχουμε γενέθλια την ίδια μέρα (σ.σ. 25 Απριλίου). Αυτοί σε γενικές γραμμές. Ο Κονταδόρ επίσης δεν μου άρεσε πολύ, δεν ξέρω, ίσως να με χάλαγε η φάτσα του! Όμως συμπαθούσα τον Νίμπαλι!
 
Ο Πογκάτσαρ είναι σίγουρα φαινόμενο, εγώ παρακολουθώ προσεκτικά το στιλ του και νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του, οφείλεται στο πώς κάθεται στο ποδήλατο και στο πώς κάνει πετάλι. Εννοείται ότι έχει εξαιρετικές φυσικές ικανότητες. Φαινόταν από πολύ μικρός ότι είναι «σούπερμαν». Και έτσι μπορείς να καταλάβεις αν ένας αθλητής είναι καλός, όταν από έφηβος φέρνει αποτελέσματα, εκεί λες «εδώ υπάρχει ταλέντο». Όταν κάποιος ξαφνικά μετά τα 24, 25 αρχίσει και φέρνει αποτελέσματα – μιλάω γενικά για αθλήματα, όχι μόνο για την ποδηλασία – εκεί κουμπώνεσαι.
 
Από την άλλη πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αν κάποιοι δεν ζορίστηκαν σε μικρές ηλικίες – όπως εγώ – έχουν περισσότερο μέλλον. Μπορεί να τραβήξει παραπάνω η καριέρα τους. Για παράδειγμα, ο Έβενπουλ που έγινε επαγγελματίας στα 18 του και άρχισε με τη μια να φέρνει εντυπωσιακά αποτελέσματα ή και σε άλλα αθλήματα βλέπω μικρούς σε ηλικία που μπαίνουν και «σκίζουν». Αυτοί δεν θα μπορέσουν να πάνε μέχρι τα 40 τους, όπως ας πούμε ο Βαλβέρδε, δεν νομίζω ότι θα το αντέξουν οργανικά. Πάντως, όπως σε όλα τα θεάματα, έτσι και η ποδηλασία χρειάζεται μεγάλους σταρ, αν δεν υπάρχουν αυτοί, δεν υπάρχει ενδιαφέρον.

ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΕΚΑΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

TCJ: Ποια είναι η άποψή σου για την τεράστια εξέλιξη της ποδηλασίας τα τελευταία χρόνια; Το άθλημα στην εποχή σου σε σχέση με αυτό που παρακολουθούμε τώρα, είναι η μέρα με τη νύχτα.

Καταρχάς, μέρα με τη νύχτα είναι στο εξωτερικό προς τα πάνω, ενώ σε εμάς είναι προς τα κάτω. Εμείς τότε δεν ήμασταν ευχαριστημένοι με το πώς δούλευε όλο το σύστημα, με τις απολαβές κλπ. Γιατί όταν προπονείσαι επί 7 ώρες καθημερινά συν όλα τα υπόλοιπα που πρέπει να κάνεις, ποιος θα σε πληρώνει για να μπορέσεις να ανταποκριθείς; Πώς θα ζήσεις; Διότι αν κάνεις πρωταθλητισμό από τα 18 μέχρι τα 30, τα 33, τα 35 και βγεις μετά στη ζωή, θα είσαι στη ζωή «έφηβος». Θα πρέπει να ξεκινήσεις από το μηδέν. Οπότε όλα αυτά τα χρόνια, θα πρέπει να επενδυθούν επάνω στη ζωή σου. Αλλιώς κάηκες. Εντάξει αν είσαι κορυφαίος και έχεις τέτοιες απολαβές που να μπορείς να ζήσεις την οικογένειά σου και να τα επενδύσεις.
 
Αν όμως είσαι ένας μικρομεσαίος ποδηλάτης και δη στην Ελλάδα, που δεν βγάζεις καθόλου λεφτά και απλώς ίσως να βγάζεις το φαΐ σου, όταν σταματήσεις τι θα κάνεις; Αν υπάρχει μια δουλειά από πίσω σου, που σε περιμένει, καλώς. Εμείς ας πούμε, ήμασταν αποσπασμένοι σε διάφορες δουλειές, άλλος στη ΔΕΗ, άλλος στον ΟΤΕ, άλλος στην Πυροσβεστική, ψιλοβολευόμασταν δηλαδή, γιατί είχαμε έναν μισθό, είχαμε μια δουλειά που ξέραμε ότι θα την συνεχίσουμε όταν θα σταματούσαμε την αγωνιστική δράση. Είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο, δεν είχαμε άγχος και εκείνο ήταν τεράστιο πλεονέκτημα, που δεν το έχουν τα σημερινά παιδιά. Και χαλάλι τους που κάνουν ποδήλατο με αυτές τις συνθήκες, τους βγάζω το καπέλο. Πιστεύω ότι σήμερα, έτσι όπως είναι τα πράγματα, εγώ δεν θα έκανα ποδήλατο. 

TCJ: Θα μπορούσες τότε να είχες αγωνιστεί σε μια ξένη ομάδα;

Ναι, θα μπορούσα. Αλλά δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό. Δεν το σκέφτηκα καν. Δεν είναι ότι κατόπιν ωρίμου σκέψεως αποφάσισα να μην το κάνω. Όταν είχαμε τον Ιταλό προπονητή, τον Τζανλουίτζι Στάνγκα, το 1979 (ο οποίος μετά είχε τον Μοζέρ και πολλούς άλλους μεγάλους ποδηλάτες της εποχής), θα μπορούσα να αποκτήσω πρόσβαση σε κάποια ξένη ομάδα, αλλά δεν το σκέφτηκα ποτέ γιατί δεν μου άρεσε τότε η ζωή που έκαναν εκείνοι οι αθλητές. Εμείς εδώ ήμασταν πιο χαλαροί, ήταν πιο ερασιτεχνικά τα πράγματα. Ναι μεν μας ενδιέφερε, αλλά δεν καιγόμασταν κιόλας.

Στέλιος Βάσκος και Κανέλλος Κανελλόπουλος στη Ρόδο κατά τη διάρκεια της Historica 2018. “Ο Κανέλλος ήταν για τον Γύρο Γαλλίας”, όπως είχε πει χαρακτηριστικά εκείνη την ημέρα ο Βάσκος / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal
Ποδηλατοδρόμιο Ρόδου, ~1980. Από αριστερά: Γιώργος Βογιατζής, Κανέλλος Κανελλόπουλος, Μιχάλης Κούντρας / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

Η ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

TCJ: Η μοναδική περίπτωση Έλληνα που έχει αγωνιστεί σε ομάδα World Tour, δηλαδή του ανώτατου επιπέδου, είναι ο Γιάννης Ταμουρίδης. Γιατί δεν βλέπουμε άλλους Έλληνες αθλητές να κάνουν το ίδιο βήμα;

Το βασικό είναι ότι η ελληνική ποδηλασία δεν είναι αρκετά ανεπτυγμένη, δεν είναι δηλαδή ένα λαϊκό άθλημα, όπως για παράδειγμα στην Κολομβία. Που κι εκεί οι ποδηλάτες δεν έχουν λεφτά, φυτοζωούν, όμως έχουν πολύ υψηλό επίπεδο. Η διαφορά είναι ότι εκεί η ποδηλασία είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές άθλημα μετά το ποδόσφαιρο. Εδώ, σε εμάς, η ποδηλασία δεν είναι τίποτα, δεν υπάρχει. Για την Ελλάδα δεν υπάρχει καν ο Γύρος Γαλλίας, που είναι το μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός στον κόσμο. Και όμως, για την ελληνική τηλεόραση, για τα ελληνικά κανάλια, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Και εκεί κοιτάς με απορία και αναρωτιέσαι, γιατί ρε παιδιά; Είναι ρατσισμός; Πρέπει να κυλάει μπάλα για να το δείξει η τηλεόραση;
 
Και δεν είναι άθλημα όπως το American football, που και να μην το δείξει η τηλεόραση, αφορά μόνο την Αμερική, άντε και μερικούς άλλους. Η ποδηλασία, το Παρί-Ρουμπέ, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, οι μεγάλοι Γύροι Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, που γίνονται κάθε χρόνο, είναι τα μεγαλύτερα αθλητικά γεγονότα στην Ευρώπη, αν εξαιρέσεις κάτι παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου ή Μουντιάλ στο ποδόσφαιρο. Και δεν τα δείχνεις; Στην εποχή μου, γινόταν ένα Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και η τηλεόραση έδειχνε και τα αποτελέσματα, αλλά και στιγμιότυπα. Και δεν ήμασταν και ευχαριστημένοι.
 
Αλλά έλεγε ότι έγινε εκεί ο αγώνας, κέρδισε αυτός κλπ. Ή έδειχνε τον Γύρο Ελλάδας, βλέπαμε τους τερματισμούς κάθε βράδυ, στις πόλεις που περνούσαμε υπήρχε κόσμος που φώναζε, μας παρότρυνε κλπ. Και αυτό ήταν το μεγάλο αποτέλεσμα, ο Κανελλόπουλος ας πούμε έγινε γνωστός μέσα από τους Γύρους Ελλάδας που έδειχνε η τηλεόραση. Τότε ήταν δυο κανάλια, κρατικά, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, οπότε τουλάχιστον η μισή Ελλάδα το έβλεπε, αυτό το λίγο που έδειχνε. Και ήταν πολύ σημαντικό. Υπήρχαν αθλητικές εκπομπές, στις οποίες μας έβγαζαν για συνεντεύξεις, σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Εγώ δεν βλέπω τηλεόραση πια, αλλά η ποδηλασία δεν υπάρχει ως θέμα στην αθλητική ενημέρωση.

Ο Κανέλλος Κανελλόπουλος δίνει αυτόγραφα σε θαυμάστριες / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΔΑΙΔΑΛΟΣ»

TCJ: Ας πάμε τώρα στο 1988, να ανέβουμε λίγο ψηλά, να πετάξουμε με το ποδήλατο!

Αυτό ανήκει σε όσα σας είπα νωρίτερα, ότι όλα όσα ήθελα, έγιναν πραγματικότητα. Και το έφερε έτσι η μοίρα, ώστε μέσω της ποδηλασίας, να κάνω πραγματικότητα το όνειρό μου να πετάξω. Δεν κατάφερα να πάω στην Πολεμική Αεροπορία και δεν το εκμεταλλεύτηκα να κάνω μια πτήση όταν ήταν ζεστό το πράγμα. Μου είχε πει τότε, όταν ήμασταν στο Ολυμπιακό Στάδιο, ο γιατρός και διατροφολόγος, ο Παύλου, ότι θα γινόταν ένα αμερικάνικο πρόγραμμα που θα με ενδιέφερε. Μου εξήγησε πώς θα γίνει, ότι θα έπρεπε να κάνω εκπαίδευση στην Αμερική, ότι υπήρχε rotation στους υποψήφιους, αλλά αν επέλεγαν εμένα τελικά για να το κάνω, θα έμενα στην ιστορία.
 
Αρχικά λοιπόν, είπα ναι, να το δούμε. Ενημέρωσα την Ομοσπονδία ότι θα έπρεπε να λείψω για ένα μικρό χρονικό διάστημα και ότι επρόκειτο για κάτι που θα ήταν σημαντικό για την Ελλάδα. Οι Αμερικανοί ήθελαν να υπάρχει κάποιος Έλληνας μέσα στο πρόγραμμα, είχαν ζητήσει να είναι δυο ποδηλάτες τουλάχιστον. Δοκιμαστήκαμε ο Μανιάτης, ο Φαραντάκης κι εγώ. Ο Φαραντάκης μιλούσε αγγλικά, αλλά δεν έβγαλε ικανοποιητικά το τεστ που κάναμε, ένα πολύ βαρύ τεστ στο εργομετρικό κέντρο του Ολυμπιακού Σταδίου, ο Μανιάτης το έβγαλε το τεστ, αλλά δεν μιλούσε αγγλικά. Κι έτσι, δεν τα πήραν τα παιδιά, αλλιώς θα είχα και παρέα, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα.
 
Πέρασα λοιπόν το τεστ, μπήκα στο πρόγραμμα, τέλη Οκτώβρη του ’87 έφυγα για Αμερική, επέστρεψα τον Μάρτιο του ’88 και πήγαμε στο Ηράκλειο. Η NASA ήταν χορηγός του προγράμματος, όπως ήταν και η Ολυμπιακή Αεροπορία, η Shaklee που είχε την ένδυση και τα συμπληρώματα διατροφής, δηλαδή βιταμίνες, ηλεκτρολύτες κλπ. Τους ηλεκτρολύτες τους έφτιαξε τότε ένας καθηγητής από το Γέιλ, δεν υπήρχαν μέχρι τότε, από εκεί ξεκίνησαν. Δοκίμασε και έφτιαξε διάφορες φόρμουλες, όπως είναι σήμερα όλα τα ενεργειακά ποτά, τότε ήταν με γεύση λεμόνι.

TCJ: Με την ευκαιρία να πούμε ότι τότε ήσουν ο πρώτος που έφερες στην Ελλάδα τις ενεργειακές μπάρες, μας το θύμισε ο Γιώργος Βογιατζής! Μαζί με το ενεργειακό ποτό.

Το είχα ξεχάσει κι εγώ αυτό! Αλλά το ενεργειακό ποτό, ναι, το θυμάμαι. Είχα μέσα στο αεροπλάνο, στην επιστροφή, έξι λίτρα από αυτό μαζί μου, γιατί θα το χρειαζόμουν για να βγάλω έξι συν μια, επτά ώρες πτήσης, αν ο αέρας ήταν λίγο αντίθετος και πήγαινε το αεροπλάνο πιο αργά σε σχέση με το έδαφος. Γιατί το αεροπλάνο πηγαίνει σε σχέση με το πώς τρέχει ο αέρας κάτω από τα φτερά του, οπότε ανάλογα από πού φυσάει ο αέρας, έχεις διαφορετική ταχύτητα ως προς το έδαφος. Εκεί λοιπόν, έκανα πολύ σκληρή προπόνηση, είχα την προπόνηση που μου είχε δώσει από δω ο προπονητής μου και έκανα και μια προσαρμογή στο πρόγραμμα.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών πτήσεων του προγράμματος Δαίδαλος, στην αεροπορική βάση Edwards στις ΗΠΑ / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Κάποια πρωινά κάναμε τεστ όταν ήταν διαθέσιμα τα αεροπλάνα για να πραγματοποιήσουμε δοκιμαστικές πτήσεις στη βάση της πολεμικής αεροπορίας Edwards στην Καλιφόρνια. Εκεί ήταν που χρησιμοποιούσαμε τα υπόστεγα της NASA, μας τα είχαν παραχωρήσει γιατί ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε το διαστημικό λεωφορείο, μόνο το αντίγραφο ενός πιλοτηρίου είχαν για να κάνουν εκπαίδευση οι πυροσβέστες. Είχαμε εκεί μέσα δυο αεροπλάνα του προγράμματος. Υπήρχαν άλλοι τέσσερις Αμερικανοί κι εγώ πέντε. Στο rotation ήμασταν τέσσερις, γιατί ο ένας είχε έναν τραυματισμό στο πόδι, τενοντίτιδα νομίζω και δεν μπορούσε. Όταν φτάσαμε εδώ, στην Ελλάδα, στην προετοιμασία πλέον για την πτήση, κάναμε προπόνηση ένα εξαήμερο και δυο μέρες είχαμε χαλάρωμα και ετοιμότητα για την πτήση.
 
Όλο αυτό το rotation γινόταν συνεχώς, επειδή δεν γνωρίζαμε πότε ακριβώς θα γινόταν η πτήση. Έτσι κάθε φορά, ένας από τους τέσσερις βρισκόταν στο διήμερο της ετοιμότητας και όταν περνούσε το 48ωρο, έπαιρνε τη θέση του ο επόμενος. Καλύπταμε δηλαδή οι τέσσερις υποψήφιοι ένα οκταήμερο. Είχαν γίνει δυο προσπάθειες, είχαν ξυπνήσει το πρωί, πήγανε στο αεροδρόμιο, ετοιμάστηκαν για την πτήση, εγώ δεν είχα ξυπνήσει καν, δεν είχα ασχοληθεί καθόλου, επειδή για κάποιο λόγο είχα πειστεί ότι θα το έκανα εγώ. Πράγματι, και στις δυο περιπτώσεις που ήταν όλα έτοιμα, ακυρώθηκε η πτήση την τελευταία στιγμή. Στη μια περίπτωση υπήρχε δυνατός αέρας στη Σαντορίνη, κάποιο εμπόδιο προέκυψε και στην άλλη, δεν θυμάμαι ακριβώς.

Η ΜΥΘΙΚΗ ΠΤΗΣΗ

Πάντως ήταν όλοι πολύ προσεκτικοί, υπήρχε ο φόβος μη γίνει κανένα ατύχημα, μην προκύψει κανένα μπουρίνι ενδιάμεσα στη διαδρομή και χάσουμε το αεροπλάνο. Την ημέρα που αποφασίστηκε να γίνει τελικά η πτήση, περίμεναν να έχει έναν ελαφρύ αντίθετο άνεμο, οπότε υπολόγισαν να διαρκέσει γύρω στις πέντε, πεντέμισι ώρες. Με πιο δυνατό άνεμο, θα μπορούσε να πάει μέχρι και επτά ώρες. Ο αέρας αποδείχτηκε πάντως πολύ απρόβλεπτος, παρά το γεγονός ότι είχαμε λεπτομερή ενημέρωση από την πολεμική αεροπορία για αντίθετο άνεμο, αυτός τελικά ήταν ευνοϊκός. Οπότε το αεροπλάνο έπρεπε να τρέξει με μεγάλη ταχύτητα στον διάδρομο, να πιάσει την ταχύτητα του ανέμου και μετά να αρχίσει να πιάνει άντωση για να πετάξει.
 
Έτσι κι έγινε. Είχε αρκετά μεγάλη τροχοδρόμηση, ενώ αυτό πετούσε πολύ εύκολα, συν ότι η διαδρομή πήγε πάρα πολύ γρήγορα. Η ταχύτητα σε σχέση με τη θάλασσα, ήταν περίπου 27 χιλιόμετρα την ώρα, που είναι πολύ γρήγορη για αυτού του είδους τα αεροπλάνα. Η αίσθηση στη διάρκεια της πτήσης ήταν άγχος και ευθύνη μέχρι τα αυτιά. Το προηγούμενο βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα, παρότι είχα μεγάλη εμπειρία από αγώνες. Αυτό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί υπήρχαν και 40 άτομα που είχαν δουλέψει τέσσερα χρόνια, ώστε να κάνω εγώ εκείνη την πτήση. Και ήταν πολύ βαρύ το φορτίο. Και βέβαια, το άγχος μην πάθει βλάβη το αεροπλάνο, που ήταν πιο πιθανό από το να μην μπορέσει ο ποδηλάτης να κάνει τη διαδρομή επειδή κουράστηκε ή να αλλάξουν οι καιρικές συνθήκες.
 
Αυτές οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρές, όμως οι πιθανότητες να πάθει βλάβη το αεροπλάνο ήταν πολύ μεγάλες, γιατί το παθαίναμε συνέχεια στην προετοιμασία. Και επίσης, υπήρχε το πρόσθετο άγχος τι θα βρούμε πάνω απ’ τη θάλασσα. Δεν γνωρίζαμε πώς λειτουργούν τα αέρια ρεύματα πάνω από τη θάλασσα, πώς να το δεις αν δεν πετάξεις; Και εδώ μπορεί να είναι έτσι στις 7 το πρωί, εκεί πώς θα είναι στις 12 το μεσημέρι; Ξέραμε στην ξηρά ότι μόλις ανέβαινε ο ήλιος, ξεκινούσαν να εντείνονται τα ανοδικά και τα καθοδικά ρεύματα (γιατί ο ήλιος κάνει όλη τη δουλειά στο κλίμα και στον αέρα και στα πάντα πάνω στη γη, μαζί με τους ωκεανούς).
 
Εκεί στις δοκιμαστικές πτήσεις που κάναμε, είχαμε και ατύχημα (φαίνεται και στο σχετικό ντοκιμαντέρ που έχει γυριστεί), επειδή είχε το αεροπλάνο ένα πρόβλημα ευστάθειας στην αρχή, που δεν είχε λυθεί. Επειδή δεν είχε πηδάλια στα φτερά για να το επαναφέρεις, αν έπαιρνε κλίση, δεν «ξαναρχόταν», έμπαινε σε περιδίνηση. Έτσι λοιπόν, δεν ξέραμε τι αέρια ρεύματα θα βρούμε στην πορεία. Είχαν κάνει αυτοί μια πτήση λίγο πάνω απ’ τη θάλασσα τα προηγούμενα χρόνια, εκεί στην Καλιφόρνια, αλλά ήταν λίγο, οπότε δεν μπορούσε να βγει ασφαλές συμπέρασμα. Δεν είχαν καν την αίσθηση του τι είναι το Κρητικό Πέλαγος. Το οποίο είναι πάντα φουρτουνιασμένο, εκτός από κάνα πεντάρι μέρες μέσα στην άνοιξη, που είχαν βρει ότι είναι ήρεμο.

Στον “Δαίδαλο” εν πτήσει προς τη Σαντορίνη / Αρχείο Γιώργου Βογιατζή – Historica

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ

Και εκεί θα έπρεπε εμείς να βρούμε το «παράθυρο» για να κάνουμε την πτήση, όπως και έγινε. Η άφιξη στη Σαντορίνη ήταν μεγαλειώδης! Είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και έπρεπε να προσέξω να μη χτυπήσω κάποιον στην παραλία. Το σχέδιο ήταν να πάμε σιγά-σιγά, κάποια στιγμή να κόψω τα πετάλια και να ακουμπήσει στην παραλία, για να σωθεί και το αεροπλάνο. Ο στρατός και η αστυνομία όμως που ήταν εκεί, δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον κόσμο, έτρεχαν όλοι και έτσι δόθηκε η εντολή «ξέρεις, υπάρχει κίνδυνος, γιατί ο κόσμος τρέχει» και αναγκάστηκα να κάνω στροφή και να γυρίσω το αεροπλάνο παράλληλα με την παραλία, αντίθετα με την αρχικά προγραμματισμένη προσέγγιση που θα γινόταν κάθετα στην ακτή.
 
Δεν είναι ότι θα τους χτυπούσε το αεροπλάνο, το οποίο να πω ότι ήταν τεράστιο, 17 μέτρα, αλλά είχε το μισό βάρος από εμένα! Υπήρχε λοιπόν ένα σύρμα από πιάνο που έπιανε την κεντρική σωλήνα της πτέρυγας, για να μη σπάσει. Έτσι είχε σχεδιαστεί, για τις ήρεμες συνθήκες που θα βρίσκαμε, περίπου 3 μίλια την ώρα ο άνεμος. Εγώ όμως πετούσα με 5 και με 8 μίλια αέρα. Μόλις το γύρισα και βρέθηκα κόντρα στον άνεμο, συν τα αέρια ρεύματα που είχαν αυξηθεί, επειδή ήταν μεσημέρι και στη Σαντορίνη η ξηρά είχε «φουντώσει», το πράγμα έγινε δύσκολο, ο αέρας άρχισε να παίρνει το αεροπλάνο προς τα έξω, προς την ξηρά. Ενώ μέχρι τότε, η πτήση πήγαινε ρολόι, επειδή ο αέρας ήταν συνεχώς ευνοϊκός, από πίσω μου.
 
Προσπαθούσα λοιπόν στο τέλος να το κρατήσω προς τα μέσα, να κάνω μια ισορροπία, γιατί είχα τον αέρα πλάγιο και κόντρα. Σε κάποιο σημείο, ενώ έκανα πετάλι, το αεροπλάνο σταμάτησε, δηλαδή πετούσα αλλά στεκόμουν στο ίδιο σημείο, γιατί ο αέρας συνέπιπτε με την ταχύτητά μου. Οπότε σε σχέση με το έδαφος, δεν πετούσα. Και από τη μεγάλη πίεση που εφάρμοζα εγώ για να μη φύγει προς την ξηρά αλλά να μείνει προς τα μέσα, το πηδάλιο ήταν στα όριά του και έκανε «κρακ» η ουρά. Μια σωλήνα ήταν όλη κι όλη, τραβήχτηκε ένα συρματόσχοινο που είχε, με το σπάσιμο που έφυγε η ουρά και τράβηξε το αεροπλάνο σε βουτιά, εκεί έσπασε και το φτερό. Βγήκα έξω χωρίς να καταλάβω τι έγινε, απλά ξαφνικά βρέθηκα στο νερό, δέκα-δεκαπέντε μέτρα από την ακτή.
 
Αυτό το ατύχημα στο τέλος δεν ήταν καλό για το πρόγραμμα, και επειδή χάλασε το αεροπλάνο, αλλά και επειδή έκοψε την όρεξη σε άλλους να δοκιμάσουν κάτι ανάλογο. Οι υπεύθυνοι του προγράμματος είχαν κάνει τεράστια προσπάθεια και εξίσου τεράστια ήταν και τα έξοδα. Το όλο εγχείρημα ήταν πολύ οργανωμένο και με χρηματοδότηση από πάρα πολλά σημεία και από πολλούς φορείς. Και δεν ήταν μόνο ότι έπεφτε πολύ χρήμα, γιατί ναι μεν κάποιοι χρηματοδότησαν, αλλά υπήρχαν και άλλοι που έδωσαν πολύτιμα υλικά, τα οποία επίσης μεταφράστηκαν σε χρήμα, επειδή ήταν πανάκριβα.
 
Ο μεγαλύτερος χορηγός ήταν το Ελληνικό Δημόσιο, που έβαλε ένα πολεμικό αεροπλάνο, το οποίο πέταξε στην Αμερική, πήρε το αεροπλάνο της πτήσης, το έφερε εδώ στην Ελλάδα και όταν ολοκληρώθηκε ο «Δαίδαλος», το ξαναπήρε και το επέστρεψε στην Αμερική. Συνολικά δηλαδή τέσσερα δρομολόγια Ελλάδα-ΗΠΑ και αντίστροφα με ένα C-130. Αυτό από μόνο του καταλαβαίνετε πόσο πολύ κοστίζει. Επίσης, όλο το πήγαινε-έλα των ανθρώπων του προγράμματος έγινε δωρεάν από την Ολυμπιακή Αεροπορία, που επίσης ήταν χορηγός. Και μιλάμε για μετακινήσεις που γίνονταν επί χρόνια. Μετά, το ξενοδοχείο για ένα μήνα, η διαμονή στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στο Ξενία, συν τη διατροφή όλων αυτών των ανθρώπων. Το υπόστεγο που μας είχε παραχωρηθεί στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, όλα αυτά.  

Δοκιμαστική πτήση με τον Δαίδαλο στην αεροπορική βάση Edwards στις ΗΠΑ / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΠΡΙΝΤΕΡ

TCJ: Ας αφήσουμε τον «Δαίδαλο» και τις ταχύτητες στον αέρα, για να πάμε στις «επίγειες» ταχύτητες. Βλέπω εδώ μια φωτογραφία που είσαι στην εκκίνηση ομαδικού χρονομέτρου, μαζί με τους Νίκο Λουλούκο, Στέλιο Βάσκο και Ηλία Κελεσίδη.

Ήμασταν πολύ καλή ομάδα, απλώς θέλαμε πιο επιστημονική προπόνηση. Και οι τρεις τους ήταν πολύ γρήγοροι. Ο Λουλούκος και ο Βάσκος ήταν οι κορυφαίοι τότε, μαζί με τον Τιμαμόπουλο και τον Κούντρα από τη Ρόδο, που επίσης έτρεχε δρόμο. Αυτή η τετράδα μεσουρανούσε ακριβώς πριν ξεκινήσω εγώ. Ο Κούντρας ήταν φοβερός σπρίντερ, «χιλιαρίστας», δηλαδή όταν πλάκωνε ανηφοράκι μικρό, του χιλιομέτρου, δεν μπορούσες να του κολλήσεις. Ο Κελεσίδης ήταν σπρίντερ δρόμου, δεν ήταν πολύ γρήγορος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη, το ποδήλατο, όταν σπριντάριζε, το «τσάκιζε», το δίπλωνε. Θύμιζε τον μεγάλο Αμπντουτζαπάροφ, τον Ουζμπέκο, τον οποίο είχα συναντήσει στον Γύρο Ιταλίας του 1996 που είχε ξεκινήσει από την Ελλάδα. Επειδή είχαμε τρέξει μαζί σε αγώνες, είχα πάει να τον χαιρετήσω στην εκκίνηση του 2ου ετάπ, στην Ελευσίνα, μου είχε χαρίσει ένα παγούρι κι ένα καπελάκι.
 
Του είχα εξηγήσει πώς ήταν ο τερματισμός στη Ναύπακτο, επειδή είχε ένα «τρικ» μέσα στην πόλη, αλλά δυστυχώς είχε πτώση. Για να επιστρέψω στους δικούς μας, ο Κελεσίδης κέρδισε τρεις Βαλκανιάδες στο σπριντ, τις δυο εδώ και μια στην Τουρκία, στο Ικόνιο, που είχε φύγει ένας Σλοβένος, ο Ηλίας ακολουθούσε λίγο πιο πίσω, αποσπασμένοι και οι δυο και την ώρα που έφτασαν στον τερματισμό, ο Σλοβένος νόμισε ότι είχε νικήσει, σήκωσε ψηλά τα χέρια του να πανηγυρίσει και ακριβώς πάνω στη γραμμή πέρασε από δίπλα του ο Κελεσίδης σαν σίφουνας και του πήρε τη νίκη! Όμως έχασε τρία Πανελλήνια Πρωταθλήματα στο σπριντ, ένα από μένα, ένα από τον Λουλούκο και ένα από τον Βάσκο! Και μάλιστα όλες τις φορές σε «τετ α τετ», δεν ήμασταν γκρουπ, αλλά κάθε μια από τις τρεις φορές, ο Κελεσίδης με έναν ακόμα. Απίστευτο!

Κανέλλος Κανελλόπουλος, Ηλίας Κελεσίδης, Νίκος Λουλούκος, Στέλιος Βάσκος στην εκκίνηση αγώνα ομαδικής χρονομέτρησης / Αρχείο Κανέλλου Κανελλόπουλου

ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΑΓΙΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΒΑ

Να περάσουμε τώρα στην άλλη μεγάλη σου αγάπη, τη ζωγραφική. Μας είπες στην αρχή ότι ζωγράφιζες από μικρός. Πώς προέκυψε όμως η αγιογραφία;           

Η αγορά του σπιτιού μου στην Αθήνα, ήταν η αιτία που ξεκίνησα την αγιογραφία. Γιατί είχα σκοπό να φτιάξω μια εικόνα για το σπίτι, το είχα στο μυαλό μου από χρόνια πριν, από τότε που έτρεχα. Σε μια πτήση προς την Κωνσταντινούπολη με την Ολυμπιακή, νομίζω πήγαινα εκεί για τον Γύρο Τουρκίας, υπήρχε στο περιοδικό μέσα στο αεροπλάνο ένα αφιέρωμα στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Σε μια σελίδα του αφιερώματος, υπήρχαν φωτογραφίες από παλιές εικόνες και μια από αυτές ήταν του Προφήτη Ηλία με τα άλογα που ανεβαίνει στον ουρανό. Το κράτησα αυτό το περιοδικό και είπα, από αυτό εδώ θα φτιάξω κάτι κι εγώ για το σπίτι. Όταν ήμουνα καθηγητής στο σχολείο, παίρναμε ένα χρηματικό ποσό από το υπουργείο για να αγοράζουμε βιβλία. Είχα πάρει λοιπόν ένα του Κόντογλου, για την εικονογραφική τέχνη.
 
Διάβασα εκείνο το βιβλίο, πώς γίνεται, τι κάνουμε, τι προσέχουμε, τα χρώματα κλπ και είπα, ωραία, θα ξεκινήσω τώρα αγιογραφία. Στο εκκλησάκι, εκεί στην ενορία που έμενα, έμαθα ότι στη διπλανή ενορία παραδίδονταν κάθε Σάββατο μαθήματα αγγειοπλαστικής, βυζαντινής μουσικής, αγιογραφίας κλπ. Πήγα λοιπόν εκεί, στον Άγιο Αθανάσιο Πολυδρόσου και γράφτηκα στα μαθήματα αγιογραφίας, όπου γνώρισα και τον δάσκαλό μου, τον Γιώργο Κόρδη, με τον οποίο συνεχίζουμε μαζί μέχρι σήμερα στην «Εικονουργία». Μετά από τρεις μήνες συμμετείχα και στην πρώτη μου έκθεση με έργα τελείως δικά μου. Τη μια εικόνα, αυτή με τον Προφήτη Ηλία, την αγόρασε ο Μεντεσίδης, συνολικά τις πούλησα όλες εκείνες τις πρώτες μου εικόνες. Και έτσι ξεκίνησα την αγιογραφία και τα έβγαλα πέρα με την οικογένεια.

  • Ο Κανέλλος Κανελλόπουλος συνεχίζει μέχρι σήμερα την αγαπημένη του αγιογραφία, ζωντανεύοντας στον καμβά τις μορφές της βυζαντινής τέχνης. Τα έργα του έχουν ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, από το Άγιο Όρος μέχρι την Αυστραλία και την Αμερική, κοσμώντας ναούς, μοναστήρια, σκήτες, παρεκκλήσια και λοιπούς λατρευτικούς χώρους, πάντα με την καθολική αναγνώριση της κορυφαίας ποιότητας στη δουλειά του.
  • Ευχαριστούμε τους Γιώργο Μανιάτη, Γιώργο Βογιατζή, Γιώργο Λεβεντάκη, Γιώργο Βασιλάκη, Παναγιώτη Σκυλοδήμο και Λουκά Καταπόδη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην ανεύρεση ιστορικών στοιχείων για τη συνέντευξη και την Historica για την παραχώρηση φωτογραφικού υλικού.
Στο εργαστήρι της Εικονουργίας, σε ένα από τα έργα που θα ταξιδέψουν εκτός Ελλάδας / Photo © Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

Κεντρική φωτογραφία: Ο Κανέλλος Κανελλόπουλος στην Εικονουργία, με τις δύο μεγάλες του αγάπες: το ποδήλατο και την αγιογραφία. © 2025 Νάσος Τριανταφύλλου / The Cycling Journal

Εγγραφή

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε πρώτοι όλα τα νέα άρθρα μας!

Σεβόμαστε το χρόνο σας: 100% ποιοτικό υλικό, 0% spam


Περισσότερα άρθρα στο The Cycling Journal

Λόγια και εικόνες από την ποδηλασία στην Ελλάδα και στον κόσμο


Ακολουθήστε μας